United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα μαγιάτικο βράδυ, χαρά Θεού, που ταστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανόμυριάδες άστρα είχανε προβάλλει εκείνο το βράδυ απ' όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελλά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την ώμορφη νύχτα — ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδυ. «Τράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Και τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή.

Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Είχε τους συντρόφους του. Κι' αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τι τάχα; Ο Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είνε στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράμματα βλέπομε με τα μάτια μας.

Και έγεινεν άφαντος ο κυρ Στρατής, καταγινόμενος όλην την ημέραν εις την παρασκευήν του Χριστουγεννιάτικου δείπνου. Το έπλυνε μόνος τουήτο άγαμος ο δυστυχήςτο εσπόγγισε καλά, το έθεσεν εν τω μέσω καλώς γανωμένου ταψίου. Εσταύρωσε τα ποδαράκια του, και το εποίκιλε με παντοία καρυκεύματα της οψοποιίας, το λευκόν, το παχουλόν, το τρυφερόν, ως εκ γάλακτος, χοιρίδιον.

Μα πριχού την πάρης να μη μπαίνης στο σπίτι μας ... γιατί μα το Θεό ... Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύση ο Μανώλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε: — Δε θα βάψω μαύρα. Και απεμακρύνθη. — Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σέχουνε να μιλής κύστερα να μπαίνης στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.

Ο Μανώλης της διηγήθη λεπτομερώς τα γενόμενα μεταξύ αυτού και της Πηγής και την κατόπιν επέμβασιν του Στρατή και τα επακολουθήσαντα. Ετροποποίησεν όμως αυτήν την φοράν την αλήθειαν, ειπών ότι δεν τον επλήγωσεν ο Στρατής, αλλ' ότι από τρίχα εγλύτωσεν. Αισχυνόμενος δε διά την δειλίαν την οποίαν έδειξεν, εδημιούργησε ψευδές ανδραγάθημα διά να το διηγηθή προς την χήραν.

Ήτο ο Στρατής, πραγματικός τώρα και φοβερός με το τουφέκι το οποίον εκράτει και διηύθυνε κατά του Μανώλη. Αλλ' η Πηγή, την οποίαν είχαν αφήσει παραλύσαντες οι βραχίονες του Μανώλη, εστάθη προ αυτού. Προς στιγμήν ο Στρατής εταλαντεύθη αν έπρεπε να τους πυροβολήση και τους δύο. Έπειτα εφώναξε προς την αδελφήν του: — Φύγε, μωρή, να μη σε σκοτώσω και σένα!

Ψέμματα θαρρείς πως σου το λέω; Σα δε μου πιστεύγεις να ρωτήξης και τη μάνα μου ... Ο Τερερές φοβερίζει πως θα με δέση. — Σώπα, λέω, διάολε, σώπα! ανεφώνησεν ο Στρατής με παραφοράν. Ομπρός σε γυναίκες δε λένε τέτοια πράμματα. Το βλέμμα του Μανώλη εστρέφετο από του Στρατή εις την Πηγήν με απελπιστικήν απορίαν. Κάτι επεχείρησε και πάλιν να είπη, αλλ' ο Στρατής δεν του έδωκε καιρόν.

Είπεν ο κυρ Στρατής εις τον φίλον μου· και έγλυφε τα δάκτυλά του, ως να το έτρωγεν ήδηήτο κοιλιόδουλος, ο μακάριος. — Να μου εύρης και εκείνον τον άλλον , — ούτω με απεκάλει προς τον φίλον μου· τον δε φίλον μου πάλιν προς εμέ απεκάλει εκείνος ο άλλος ώστε και εις τους δύο έδωσε το αυτό όνομα· ίσως διά να δείξη ότι αμφοτέρους επίσης ηγάπα.

Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη. Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν' ανάψη φωτιάν. Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανώλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως.

Η δε Πηγή ανεκοίνωοε με απελπισίαν εις την Σαϊτονικολίναν ότι ο αδελφός της την επίεζε να δεχθή. Και επειδή αυτή εδήλωσεν ότι ή τον Μανώλην θα υπανδρεύετο ή κανένα, ο Στρατής της επετέθη και με δυσκολίαν την έσωσεν ο Θωμάς από την οργήν του.