United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη.

Μα των άλλωνε βοσκών τα γίδια και τα πρόβατα και τα γελάδια έμεναν εκεί όπου ήτανε μέσα στ' αμπάρια σαν να μη τάκραξεν η μουσική. Κ' εκεί που όλοι εσαστίζανε με το θαύμα και υμνολογούσαν τον Πάνα, είδαν πιο περίεργα από τούτα και στη στεριά και στη θάλασσα.

Ως χίλια περίπου χρόνια πριν από τον Κωσταντίνο ξεκίνησε από τα Μέγαρα στόλος, πέρασε την Προποντίδα, κι άραξε στον Κόρφο που σαν ποτάμι κόβει την Ευρωπαϊκή τη στεριά κατά τα πρόθυρα του Βοσπόρου, τον Κεράτιο, το σημερινό το Κατάστενο. Ως εφτά μίλια πηγαίνει μέσα η γλώσσα εκείνη.

Κάμπος βαθύς και δεντροσκέπαστος, βουνά παρακείθε αραδιασμένα σαν κύματα γιγαντένια, από τα δεξά γάλα η θάλασσα με δυο ρημονήσια παράπλευρα στη στεριά, δίπλα στακρογιάλι τόμορφο το χωριό, που φέγγανε τα σπίτια του σα γλάστρες με τα λουλούδια, και τέλος καταμεσίς στα σπίτια εκείναπαράξενο θάμα! — βράχος που στεκότανε σαν κολοσσός δίχως ταίρι, ουρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη μήτε συμμετρία, κι ως τόσο μεγαλείο που σέκαμνε καί τονε σεβούσουνα.

Έτσι εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι. Να ειπώ την αλήθεια εξημέρωσεν η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο αρμένιζεν ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον Ελλήσποντο και ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνον μια στιγμή, μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν ένας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και μαζί ψεύτικο!

Δεν πρόσεξα τα προμηνύματα που ήρθαν; Στάθηκα τυφλός και κουφός στις υποψίες, που ανάβανε μέσα μου σα φλόγες και φοβερίζανε το χτίριο της ευτυχίας μου, που το θαρρούσα στεριά θεμελιωμένο; Δεν το γνωρίζω.

Κ' οι Πάμφυλοι κ' οι Κίλικες, τα παλληκάρια εκείνα, κ' οι Κάρες οι πολεμικοί στις προσταγές του είν' όλοι και τα Κυκλαδικά νησιά κι αυτά στις προσταγές του· και τα λαμπρά καράβια του τον πόντον αρμενίζουν, κι όλ' η στεριά κ' η θάλασσα, τα γάργαρα ποτάμια τον Πτολεμαίο το βασιλιά για βασιλιά γνωρίζουν.

Γιατί μωρέ δεν μ' εξύπναες ; Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι θέλοντας να ορτσάρη· μα που να ερτσάρη; Δεν είχε πλέον καιρό. Τ' όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένο απάνω στη στεριά. Κ' εκείνη, πέτρα μοναχή στην έκφρασι και τη σύστασί της, όρος επύργωνεν αντίκρυ περιφρονώντας τα κύματα που εβρυχόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που ελάχτιζεν οργισμένη τα δασά στέρνα του.

Ζέστη γλυκειά μας μαλάκονε όλους τριγύρω. — Μπέλικο κυνήγι, φέτο, έλεε ο ψαράς. Προχτές πέρασαν από δω πεντέξη. Κάθησαν όλη την ημέρα· βάρεσαν κάμποσες μπεκάτσες στο λόγκο και χτες πήραν ένα μονόξυλο και τράβηξαν μέσα στο πέλαγο για παπιά και φαλαρίδες. Από χτες, και δε γύρισαν ακόμα... — Τότε θα τράβηξαν από την άλλη στεριά, είπε ο δούλος του συντρόφου μου.

Ποιος ξέρει αν δεν θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα της αβραγιές και τα χωράφια. Η Λελούδα θα φοβάται να 'ρθή μαζί μου. — Ακούς τι σ' λέω, Κουμπίνα; Εσύ να την καταφέρης να 'ρθή μαζί σου.