Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μία βάρκα! . . . Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζύ, μέσ' την βάρκα . . . Και πού θα επήγαινε;. . . Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη τ' αντικρυνά, στην μεγάλη στεριά . . . Κ' εκεί τι θα έκαμνε; Ω είχεν ο Θεός, θ' άρχιζ' εκεί νέον βίον!
Με το σακκούλι τους κρεμασμένο στον ώμο ο καθένας, μ' ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, κρατημένοι με τα χέρια στους ώμους δυο δυο, τρεις τρεις, μισομεθυσμένοι, μισοσαστισμένοι, τραγουδώντας, φωνάζοντας, σωριάζουνταν στις βάρκες με τα μάτια περίλυπα γυρισμένα προς τη στεριά.
Ίσως θωρώντας όλ' αυτά μαντάτορα θα στείλη όμως εγώ τη θύρα μου θα την κρατώ κλεισμένη ως να την κάνω να ορκισθή πως θάρθη να μου στρώση γάμου κρεββάτι στη στεριά και στο νησί μας τούτο. Γιατί δεν είμαι κι άσχημος όπως με λέει ο κόσμος.
Έτσι είπε, και του γιου του εφτύς του Θρασυμήδη παίρνει στέρια μια ασπίδα αστραφτερή, εκεί βαλμένη δίπλα 10 στην κόχη — τι του γέροντα την είχε ο Θρασυμήδης- και παίρνει ακρόχαλκο γερό κοντάρι ακονισμένο.
Μα μέσα σα χωθεί ο λαός και μπούνε ν' ανασάνουν, τα στέρια φύλλα κλείστε τα ξανά, γιατί φοβάμαι 535 μήπως — δεν τόχει τίποτα — πηδήσει μέσα ο σκύλος.» Είπε, κι' ανοίγουν οι φρουροί κι' αμπώχνουν τους μαντάλους.
Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά....
Έτσι ήρθαν στη μυριόβρυση κυνηγοβόσκητη Ίδα, και στο Λεχτό πρωτάφισαν τη θάλασσα, και βγήκαν όξω κι' οι διο τους στη στεριά, και τα γοργά τους πόδια ψηλά στις άκρες σάλεβαν τα φυλλωμένα δέντρα. 285 Κι' ο Ύπνος στέκει εκεί — πριχού πάει στου Διός τα μάτια — απάς σε θόρατο έλατο, που απάς στην Ίδα τότες απ' όλους πιο τρανόκορμος ψηλά κορφοπετούσε· εδέκει μες στα σύμπυκνα κρυμένος δεντροκλάδια καθότανε, όμιος με πουλί γλυκόφωνο που οι άντρες 290 το λεν στα όρη κύμιντα και που οι θεοί χαλκούδα.
Πριν προχωρήσωμε, ανάγκη να στραφούμε κάμποσα χρόνια πίσω για να περιγράψωμε μια ιστορία πολύ σχετική με τη διήγησί μας. Είνε καλοκαίρι. Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη, στέλνοντας και στη στεριά και στη θάλασσα, παντού, όπου εμπορούσε να ξαπλωθή και να εισχωρήση, το γλυκό, το θαλπερό ακόμα, το τρισπόθητο αποχαιρετιστήριο φως του.
Επειδή δεν τους φαινότανε σίγουρο να μένουνε στη θάλασσα χυνόπωρο καιρό· ώστε και το καΐκι το σύρανε στη στεριά για το φόβο νυχτερινής φουρτούνας.
Κι' ούτε το μαύρο τορπιλλοβόλο, ούτ' η στεριά φαινόντανε μόνα αυτά από τη θέση κείνη σαν ψεύτικα και σαν ξένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν