Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάριτο ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμίτο άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ. Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε. Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.

Αλλά τα ιστία ισχυρώς τεταμένα, πληρωθέντα πνεύματος, ενίσχυσαν την σκούναν εν τω αγώνι.

Ιστάμενος επί της πρώρας ως επί πύργου, καμαρόνει την ταχείαν σκούναν πετώσαν μαλακά-μαλακά. Άνευ τιναγμών πλέον προηγείται δύο άλλων ιστιοφόρων μεγάλων, άτινα μας παρακολουθούσι μετά σπουδής ως να θέλουν κάτι να μας ειπούν. Αλλ' η σκούνα φεύγει, πετά. Από του ύψους ένθα ίσταμαι νομίζω ότι δεν άπτεται καν της θαλάσσης. Τόσον γλυκά πνέει, θαρρείς καιτα νύχια πατεί.

Αλλ' ούτος δεν είχεν υπομονήν ούτε τα στοιχεία της τέχνης να μάθη. Όταν έγεινε δεκατριών ετών, επήγαινε καθημερινώς με της βάρκες, εις τους ναύλους και το οψάρευμα, και όταν έγεινε δεκατεσσάρων ετών, εμβαρκάρισε με μίαν σκούναν κ' έφυγεν. Οι νησιώται μας δεν επέδιδον εις άλλο επάγγελμα παρά το ναυτικόν. Ουδείς εξ αυτών έγεινε ποτέ έμπορος της ξηράς ή βιομήχανος ή χειρώναξ.

Τοιουτοτρόπως το τιποτένιο αυτό μαγαζί, ήτο το θορυβωδέστερον όλων των μαγαζείων, διότι ειργάζετο πάντοτε, και ανοικτόν και κλειστόν, εις επισήμους περιστάσεις του χωρίου. Διά τούτο ο καπετάν-Παρμάκης, ο νέος υποψήφιος δήμαρχος, μόνον εις αυτό εσύχναζε. Βαρυνθείς την θάλασσαν, επώλησε την ωραίαν σκούναν του, την ταχείαν και καλοθάλασσον «Ελένην» κ' έγεινε στεργιανός.

Αλλ' ο καπετάν-Μαμμης επάνω εις το παλαιόν διβάνι του ξαπλωμένος, δεν αντελήφθη αμέσως. Ούτε την είδε. Μη λαμβάνων τόσα χρόνια μαξούλια από την σκούναν του και ούτε γράμμαδεν ημπορούσε να την επιτύχη εις λιμένα ώστε να την κατάσχη ως ιδιοκτησίαν τουέτρωγεν από τα έτοιμα, χαλνών ένα-ένα τα βενετικά φλωρία. Την ημέραν εκείνην είχε χαλάσει το τελευταίον φλωρίον του και ήτο λίαν εξοργισμένος.

Υπό τα ιστία όλα ανοικτά, κολπωμένα, έτοιμα να μας αναρπάσουν όλους, θαρρείς, με την σκούναν μαζί, προς τους αιθέρας. Κατευόδιον! Εις τας δύο προκυμαίας, εις την πλατείαν την υψηλήν, εις τας θύρας των μαγαζείων της αγοράς, εις τα παράθυρα των οικιών, παντού μας καμαρώνουν. — Η σκούνα! η σκούνα! — Σηκώθη η σκούνα! Και διά πυροβολισμών μας χαιρετίζουν.

Παρήλθεν ημίσεια ώρα εωσού οι δύο ναύται του καπετάν Κυριάκου πεισθώσι να ξεκολλήσουν από τα σπίτια των. Άλλη ημίσεια ώρα αχρισότου εύρωσι βάρκαν, ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσι την σκαμπαβίαν εις την θάλασσαν.

Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιντις οίδενδεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.

Βέβαια, ο Μήτρος ήτο νέος κυβερνήτης. Έως τότε είχε ταξειδεύσει επί χρόνους ως ναύτης εις μεγάλα πέλαγα με την σκούναν του πατρός του. Επόμενον ήτο να είνε «ατζαμής» και να μην ειξεύρη καλά ούτε από ακτοπλοΐαν ούτε πώς να «σιγουράρη» το πλοίον εις τον λιμένα, αφού μάλιστα εκοιμάτο κατ' οίκον. Νειόγαμπρος, νέο σκαρί. Αλοί-α στον Φραγκούλαν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν