Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Κι' η γληγορόποδη Ίριδα σιμώνει και την κράζει «Για σήκω, νύφη μου καλή, κι' έλα να δεις κομάτι 130 δουλιές, που δε σ' τις βάνει ο νους, των Αχαιών και Τρώων· που πρώτα αφτοί σφαζόντουσαν δίχως σπλαχνιά στον κάμπο κι' άγριο διψούσαν πόλεμο, μα τώρα χωρίς μάχες ήσυχοι στέκουν, στις λαμπρές ακουμπισμένοι ασπίδες, κι' έχουν σιμά τους μες στη γης μπηγμένα τα κοντάρια. 135 Και τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη για σένα παν να χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια, κι' όπιος νικήσει, τέρι του αφτός θα σε κερδίσει

Ναι, βλάκα, θα σου το δώσω το σκούδο∙ και δέκα και εκατό θα σου δώσω, εάν θέλεις, όπως δίνω σε πιο καθωσπρέπει ανθρώπους από σένα, στις κυράδες σου, στους ευγενείς και τους συγγενείς των Βαρόνων, αλλά τις μούντζες θα σου τις δίνω πάντα, όσο θα είσαι ηλίθιος, δηλαδή μέχρι που να πεθάνεις…. Πάντα θα σου τις δίνω…Και πήγε να πάρει πέντε ασημένιες λίρες.

Ήρθες κ' έπιασες το χέρι μου και κάθησες κοντά μου και δεν αιστάνθηκα πως είμαι ευτυχισμένη όπως άλλοτε. Γιατί ήξερα πως καθημερινά στοχαζόμουνα πως μπορούσα να πεθάνω και να χωριστώ από σένα. Ήθελα να το κάμω μόνη μου, Γιώργο.

Είνε ένας δυστυχής άνθρωπος, απαντά εκείνη, που είχε ένα παιδί σαν και σένα και το έχασε!... Εδώ τελειώνει το δράμα της κ. Παρρέν. Είνε εξηγμένον από τα «Βιβλία της Αυγής» κυρίως από την «Χειραφετημένην» και εν μέρει από την «Μάγισσαν». Τα ίδια πρόσωπα, η ιδία σχεδόν υπόθεσις και η ιδία θέσις.

Πρώτη φορά στην περίφημη την Ελλάδα, προσπάθησε ένας ποιητής να φτειάξη τέτοια βαρκούλα, πρώτη φορά πολεμάς για χατίρι Μιανής και Μιανής δόξα. Πολλοί κάμνουνε και κάμανε στίχους, πότε για τη μια, πότε για την άλλη. Εγώ για σένα μόνο μιλώ, και δίχως να πω τόνομά σου, ο κόσμος ξέρει ποια είσαι. Λοιπόν ήσυχη να μείνης.

Ώ, που με της εφτάφωνης κιθάρας το άψυχο το κέρας τραγουδάς τους ύμνους τους αρμονικούς στης μούσες, γυιέ της Λητούς! σε σένα θα μιλήσω: ήλθεςεμέ με τα χρυσά μαλλιά σου αστράφτοντας, όταν εγώ τα στήθια εστόλιζα με κίτρινα λουλούδια, όμοια με τα χρυσά φορέματά μου.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου. μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου, η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320 οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου. για τούτο τώρα σου 'πεσατα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325 μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα• ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330 τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».

Εγώ δε σαγαπώ, εγώ, καρδιά τση καρδιάς μου, εγώ φως των αμματιώ μου; Εγώ που χάνομαι, που θα χαθώ για σένα; Αχ! να μπόρουνα να σανοίξω την καρδιά μου. Μα θα με καταλάβης;...Εγώ, Γιωργή μου, δε σαγαπώ, εγώ, εγώ; Το κεφάλι της έπεσ' έπειτα στον ώμο μου κάμποσα λεπτά. Η αναπνοή της ήτο βίαιη, σαν να κουράστηκε πολύ, κη καρδιά της κτυπούσε δυνατά.

Ντσόγια μου, άφσ' τον κρητικό· κάμε τ' αμόρ μ' εμένα. ΚΑΝ. Ποτές δεν καταπιάνομε, φράγκο εγώ με σένα. Εκείνον είπες γέροντα κι' εσύ είσαι πγιο γέρος.

Μήτε θαρρώ πως έφτασες απ' τη Λυκία εδώ τώρα κι' οι Τρώες τάχα αλάφρωση θα δουν καμιά απ' τα σένα όσο κι' αν είσαι δυνατός, παρά απ' τ' άρματά μου 645 ξεκοιλιασμένος τη μπασιά θενά περάσεις τ' Άδη

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν