Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό. — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια: Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του. — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης.
— Θέλω να πω, στο σπίτι του μέσα δεν ορίζει κανείς ποιόν να βάλη και ποιόν να διώξη; Αι λοιπόν, δεν τον ήθελα στο σπίτι μου. Όχι πως μούκανε τίποτε ο άνθρωπος, μα δεν τον έκανα γούστο... Αυτό ήτανε! — Τον έδιωξες; ρώτησε ο Βαγγέλης. — Κι' αν τον έδιωχνα δηλαδή, τι ήτανε; Δεν ορίζω;... — Όχι! ρωτάω δηλαδή... — Τον έδιωξα. Βέβαια τον έδιωξα. Σα δεν ήθελε να το καταλάβη μοναχός του.
— Όι, όι, δε θέλω λόγια· φθάνουν τα όσα έχω ακουσμένα. Μα κη μάνα μου θα στενοχωρηθή. Άρχισε να κλαίη και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μούπε: — Άιντε, Γιωργή μου, πήνε να πάω κεγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω να μάςε δούνε. Και θα σου πω 'γώ πού θα τα διαβάσωμε τα γράμματα. Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κείπε: Ας κάτεχα γράμματα!...
Τότες ο Αίας τ' απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα «Νιδιέ, όλα αφτά του Έχτορα κοπιάστε ναν τα πείτε· τι αφτός ζητούσε ναν του βγουν σε μάχη οι πιο καλοί μας. 285 Ας κάνει αρχή· όχι δε θα πω, αν πρώτα αφτός θελήσει.»
Πριν όμως προχωρήσωμεν, θέλω να πω ακόμα μερικά για τον καλόγερο προς συμπλήρωμα του χαρακτήρος του. Θα είταν άδικο να λείψουν αυτά από την όλην εικόνα, γιατί ζωγραφίζουνε ακόμα καλλίτερα, ακόμα πληρέστερα και τους δυο· και τον πονηρό Συνέσιο και τον αγαθόν Άνθιμο. Στο ισχνό και ολίγο κυρτωμένο σαρκίον του καλόγερου, ήταν μία μεγάλη ψυχή και μία διαμαντένια, ακλόνητη θέλησι.
— Καλή νύχτα! — Και γίνεται άφαντο το παιδί μου. Είδες νύχτα καλή; Βαρειές οι ώρες και κύματα οι λογισμοί. Θα θελήση; δε θα θελήση; Πώς να της το πω; Και μπορώ να της πω τίποτις: Έχω δικαίωμα; Ίσως τρόμαξε κ' έτρεμε η φωνή της. Το φαντάστηκα πως γυναίκα μου θα γίνη. Όχι, δε θα θελήση. Μ' έπιασε φόβος.
Τι να πω κ' εγώ;... Θα πιούμε άλλο; Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του. — Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θαρθής μαζί; Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ' ένα παληόχαρτο και τώχωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κ' οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.
Αλλ' ήδη — επλησίαζεν ο εσπερινός — ανασκουμπώσασα τα μανίκια της διά μέσου του επανωκορμίου του φουστανίου της και επιδείξασα μέχρι της μασχάλης σχεδόν μαύρας και ξηράς τας δύο εργατικάς χείρας της, είπεν αποτεινομένη προς τας παρισταμένας γυναίκας: — Για να σας πω, θα με μεσανυχτίσετε; Και ήρχισε να επισπεύδη το ξεφούρνισμα.
Κατόπι βρέθηκα στρωμένος σε μέρος που με το φως ενός φαναριού με κοιτάζανε, με ψάχνανε, μ' έδεναν, κ' ύστερα ύστερα βυθίστηκα, και πια δεν έβλεπα τίποτις, δεν άκουγα τίποτις. Πρέπει ακόμα δυο λόγια να πω, πρι να κλείσω την ιστορία μου.
Αλλ' αν μου υποσχεθής να κρατήσης μυστικόν ό,τι θα σου πω, θα σου φανερώσω την αληθινήν αιτίαν που ομιλώ ως άνθρωπος και πώς μου συνέβη αυτό. ΜΙΚ. Μωρέ, μήπως εξακολουθώ να ονειρεύωμαι και σ' ακούω στον ύπνο μου να μου μιλάς έτσι; Αλλά τέλος πάντων πες μου, σε παρακαλώ, καλέ μου κόκορα, πώς απέκτησες την ανθρωπίνην φωνήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν