United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έρως ορχούμενος, παίζων και σκωπτικώς γελών εν μέσω των οπαδών τουκαι είναι πολλοί, ο Γέλως και ο Πόθος, αι Παιδιαί και ο Πόνος, η Ρέμβη και ο Ίλιγγος, αι Θωπείαι και η Ζηλοτυπία, αι Χάριτες, αι Γοητείαι και αι Μαγείαι, η Εκδίκησις και η Ερινύς, η Ευτυχία και η Χαρά — ο Έρως εν μέσω των σχετικών παθών διευθύνει τα βλέμματα, και τοξεύων τας καρδίας γεννά το ισχυρόν ενδιαφέρον περιέργως, απροσδοκήτως αλλοκότως προς αγνώστους φυσιογνωμίας και συνδέει την ψυχήν στενότατα, εγγύτατα, προσφιλέστατα προς αυτήν· τοξεύει και εμβάλλει την ασυναίσθητον τάσιν, ήτις εντείνεται εις βαθμόν, ώστε να αποτελή μία φυσιογνωμία το κέντρον και κράτιστον σημείον των ουρανίων σφαιρών, όπου η ψυχή εξαίρεται και εν μέσω των οποίων εκλάμπει εκείνη ως η γλυκυπρόσωπος Ευτυχία.

Ο πόνος που αγροίκησεν ο άγριος Κύκλωπας, τον έκαμε να βρυχάζη τόσον φοβερά, που εφόβιζε και τα αναίσθητα κτίσματα· εσηκώθη με μεγάλην ορμήν και θυμόν, άπλωσε τα χέριά του εις ένα μέρος και άλλο μήπως και πιάση κανέναν από ημάς, διά να τον σχίση από τον θυμόν του· αλλ' ημείς με ογληγορότητα αναμερίσαμεν εις τόπους, που δεν ημπορούσε να μας εύρη ούτε με τα χέρια, ούτε τα ποδάρια· αφού εγύρευσε ματαίως και δεν μας εύρε, ψηλαφώντας εύρε την θύραν και εβγήκεν έξω βρυχάζοντας και ουρλίζοντας φοβερά.

Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σουΤέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.

Πέρασαν τόσα χρόνια, μα ποιος λέει με μας ακόμα πως δεν ήσουν χτες; Τόσο θερμός ο πόνος σου μας πνέει απ τις θαμπές που ζης ακρογιαλιές, τόσο η δροσιά που στάλαξες βαθιά μας τη θύμησή σου τρέφει στην καρδιά μας

Μέσα στο φως του φεγγαριού κατά πως είταν ψηλός και λιγνός με το μπουζούκι τεντωμένο απάνω στο στήθος του, με την κοντή ρεμπούπλικα προς τα πίσω, είταν όλος αίσθημα, όλος πόνος, όλος γλύκα, όλος παρακάλια· με το κεφάλι τεντωμένο τον ανήφορο, με τα μάτια κολλημένα στα κλειστά παράθυρα. Πήρε έναε αμανέ παθητικό, βαθύ, με γερή φωνή.

Και τότε εκεί ίσως χάνουνταν ο θνητοφάγος Άρης, Μον στον Ερμή το πρόφτασε η γλυκομάτα Ερίβια, η μητρυιά τους, κι' ο Έρμης τον κλέβει από κει μέσα 390 σ' άσκημα χάλια, κι' η σκληρή τον έτρωγε τριχιά του. Έπαθε η Ήρα τον καιρό που στο δεξύ βυζί της ο θεριομάχος Ηρακλής με τρίγλωσση σαΐτα την κάρφωσε, που πήγε πια ναν την τρελάνει ο πόνος.

Ομολογώ, ω κυρά μου, την αλήθειαν, ότι εις τες δυστυχίες σου πρέπει κάθε λογής συμπάθεια, και ημπορώ κατ' αλήθειαν να σου παραστήσω ότι δεν είναι μεγαλύτερος ο πόνος σου από τον ιδικόν μου. Η αγάπη που εις εμένα έχεις, οι ευεργεσίες που μου κάνεις και το θάρρος που εις την εμπιστοσύνην μου δείχνεις είναι όλα δυνατά αίτια, που με κάμνουν να συγκοινωνώ εις τα βάσανά σου.

Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν να του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν· και έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και τα παράπονά της.

Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός πόνος.

Είνε αβλεμόνι ο πόνος μου, πέλαγο δίχως άκρη, Δρακόλιμνα χωρίς βυθό, γης χάσμα, στια μεγάλη, Πόταμος με κατεβασιά που ριζιμιά ξεσέρνει. Κ' η Χρύσω είν', άστρι, η μάγισσα που δύνεται και ξέρει Πώς να μερέψη ο ποταμός, η στια πώς ν' αποσβύση, Πώς του πελάου ο αβλέμονας, πώς ο βυθός της λίμνης Να στίψουνε, να πατηθούν κι' ο χαλασμός να πάψη. Όμως ποτέ δεν ξάνοιξα καλό ένα διάνεμά της.