United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες! Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέραση της άναψε μεγαλύτερος μέσατους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτο νου του.

Καθ' όλους τους αιώνας υπήρξε πάντοτε είς φλογερός πόθος προς πλουτισμόν· είς υπέρμετρος θαυμασμός προς τους κατέχοντας αυτόν· μία ακλόνητος πεποίθησις επί της επιδράσεως αυτού ως παραγωγού της ευτυχίας του βίου· και ύστερον από τοιαύτας πλάνας η ζωή του ανθρώπου παρεσύρθη εις ένα χείμαρρον μεριμνών, αντιζηλιών, ποταποτήτων.

Ολοζωής ο πόθος μου σού εδείχθη χωρίς λάθος, και ο φόβος μου είναι ισόμετρος του πόθου προς το βάθος· ο μέγας πόθος και σκιάν εις φόβον μεταβάλλει, κ' εκεί 'πού οι φόβοι ανδρόνονται η αγάπ' είναι μεγάλη.

Η ζούλια, φίλε μου, είναι μια καταχνιά που κυλιέσαι μέσα της δίχως να βλέπης πια τι σου γίνεται, που κάθε ώρα φοβάσαι, που τρέμεις να μάθης κι όλο γυρέβεις να μάθης, που δε θέλεις μάτι να την κοιτάξη κι ανέμου φυσιματιά να την αγγίξη, που σε πιάνει φρίκη μήπως σε ξεχάση μια στιγμή, που ησυχία δε βρίσκεις, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι λίγη, γιατί είναι απέραντος ο πόθος της ψυχής και δε χορταίνει, γιατί όλα μας αποχαιρετούν, όλα ένα ένα μας αφίνουν, εκεί που τα ζητούμε αιώνια όλα, γιατί άμα σου πη μια γυναίκα πως σ' αγαπά και την αγαπήσης εσύ με το χτύπημα της καρδιάς σου, άρχισε η μεγάλη ταραχή, ξεφυτρώνουν οι υποψίες, σκιάζεσαι με το παραμικρό, με το πιο ασήμαντο πράμα, δεν μπορείς να γλυτώσης από τον καημό, όχι τάχατις πως την έχεις άπιστη εκείνη, όχι πως αλήθεια σε γελά, μα γυρέβεις μια αγάπη που ο κόσμος δε θα στη δώση, μια ατέλειωτη αγάπη, μια αγάπη ακέρια και παντοτεινή, που σύννεφο δεν την είδε, που τίποτις δεν τη λιγοστέβει, μια αγάπη που κάθε λογισμός της αγαπημένης να είναι δικός σου, που μήτε η ομορφιά τουρανού μήτε της άνοιξης τα χάδια να μην είναι άξια να μαγέψουν τη μονάκριβη κόρη, να της βάλουν, ας είναι και μια στιγμή, άλλη ιδέα στο νου της, άλλη χαρά, ξένη χαρά στην ψυχή της, μια αγάπη που, θέλει δε θέλει, να μην μπορέση να σε γελάση, ας είναι και με το φύλλο που παίζει, ας είναι και με το φως που λούζει το πρόσωπό της, μια αγάπη που πρέπει να είναι όλη της για σένα και μόνο, να τη βαστάς, να τη φυλάης πλάγι σου κάθε ώρα, σαν το φιλάργερο που κρύφτει το μάλαμά του, για να μην το λερώση κι ο ήλιος ο ίδιος.

Τόσον λυσσώδης πόθος παραφέρει τον στρατόν των Ελλήνων να πλεύσωσιν ως τάχιστα κατά της χώρας των βαρβάρων και εκδικήσωσι την αρπαγήν της ελληνίδος συζύγου, ώστε, εάν εγώ απειθήσω εις την προσταγήν της θεάς, θα φονεύσουν και τας εν Άργει θυγατέρας μου και υμάς εδώ και εμέ αυτόν ακόμη. Όχι, κόρη μου, δεν υπακούω εγώ δουλικώς εις τον Μενέλαον ούτε πράττω τι διότι αυτός το θέλει.

Πόθος της ενδόμυχοςιερός και άγιος πόθος μητρόςείνε να νυμφεύση την κόρην της. Δεν θέλει όμως όσους την θέλουν. Έχει ιδέας μεγάλας. Αυτή θέλει πλούσιον τον γαμβρόν, και η κόρη της τον θέλει κομψόν. Εκείνη τον θέλει από γένος, και η κόρη της τον θέλει με θέσιν κοινωνικήν.

Και τώρα φέβγω! τι πολύ πιο βολετό να σύρω καλιά μου με τους λόχους μου, τι αψήφιστος νομίζω 170 εδώ πως δε θα μάσω βιος και θησαβρό μεγάλοΤότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Ώρα καλή σου αν σ' έπιασε πόθος να πας!