Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Η Λελούδα η αντικρυνή του ήτο μόλις τριάντα χρόνων ίσως — ωραία, ροδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη. Ένα μόνον θείον είχε, κ' εκείνος δεν ήτο ικανός να την προστατεύση. Εσκέφθη να την απαγάγη, και να δωροφορήση έναν παπάν, ή και να τον βιάση με φοβέραν — επειδή ήτο γνωστόν ότι τα είχε καλά με τους Τούρκους — να τους στεφανώση.
Εκεί ηκούσθη να κτυπούν εις την θύραν του παλατίου, και ο γέρων βασιλεύς υπήγε ν' ανοίξη. Μία βασιλοπούλα έστεκεν έξω από την θύραν· αλλά η τρικυμία την είχε κάμει άνω κάτω. Τα νερά έτρεχαν από τα φορέματά της και από τα μουσκευμένα μαλλιά της, τα υποδήματά της ήσαν καταλασπωμένα, και ήτο εις κακήν κατάστασιν η πτωχή, αλλ' όμως έλεγε και καλά ότι ήτο αληθινή βασιλοπούλα.
Εις μάτην η πτωχή μήτηρ την ημέραν του Ευαγγελισμού εισήρχετο εις τον ναόν, φέρουσα εν τοις κόλποις της εντός μανδηλίου τον μικροσκοπικόν σπόρον του βόμβυκος, όστις λειτουργηθείς ούτως ετίθετο μετά ταύτα εγγύς της πυράς, ηυλογημένος, ίνα ανοίξη επί απαλού πανιού κ' εμφανισθή ο σκωληκίσκος, η μέλλουσα μεταξωτή χαρά της παρθένου.
— Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων. — Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν.
Και τότε έκυπτεν η πτωχή εις το κύμα, ελάμβανεν αλμυρόν ύδωρ διά των χειρών της και απέπλυνε τα πικρά δάκρυά της. Ούτω διά δακρύων εχαιρέτιζε την οιχομένην ευδαιμονίαν της η αρχαία της νήσου καπετάνισσα. Ήτο η μόνη ανάμνησις, ήτις της έφερνε δάκρυα, νεφύδρια εις τον αίθριον ουρανόν των μαύρων της οφθαλμών.
Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή «άδολην» μανδήλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των. Δεν ήτο δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ' εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω.
Νυμφευθείσα πτωχή και άπροικος τον Περδίκην, ελλείψει άλλου κρείττονος γαμβρού, και μετά σπουδαίαν χειροτονίαν του βρακοφόρου πατρός της, όστις ουδεμίαν, έλεγεν, είχεν όρεξιν να την βάλη εις το ράφι, ευρέθη αίφνης μετά τινα έτη πλουσία σύζυγος κ' έτι πλουσιωτέρα κληρονόμος, ότε ο πατήρ της, ανακαλύψας ημέραν τινά εν τω μυχώ παλαιού κιβωτίου κίτρινά τινα και σκωληκόβρωτα χαρτιά, κατέλαβε δυνάμει αυτών μεγάλην γαιών περιοχήν περί τας Αθήνας, και απεδείχθη αίφνης μεγαλοκτηματίας.
Αι τελευταίαι της λέξεις, όταν απέθνησκεν, ήσαν: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα! Ταύτα επρόφερεν η πτωχή με τα ξηρά του θανάτου χείλη ενώπιον του αγγέλου της, και έκλεισε διά παντός τους οφθαλμούς της.
Αλλ' η θεια Μυγδαλίτσα είχε και μίαν μικράν παραίσθησιν. Είτε η δυστυχία, είτε η θερμή επιθυμία διά την επάνοδον του υιού της είχον σχηματίσει εντός του λογικού της την ιδέαν ότι ηδύνατο εις κάθε πλοίον ερχόμενον να είνε ο υιός της. Ηδύνατο κάθε πλοίον ερχόμενον να ήτο του υιού της. Πτωχή μήτερ!
Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω; Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν