United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποφασίσας άρα να μη υστερήση, ήλθε τρέχων, πνευστιών, εύθυμος, με τρόπον όστις εξέπληξε πάντας τους ιδόντας, και γονυπετών προ των ποδών του Ιησού εφώνησε: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω

Ο Θευδάς έτρεχε κατόπιν του πνευστιών και τον παρεκάλει να μη βαδίζη τόσον δρομαίως. Αλλ' ο Μάχτος δεν τον ήκουεν. Ο Θευδάς διά να τον φοβίση τω έλεγε: «Συ δεν ξέρεις τον δρόμο. Και αν σε χάσω, θα χαθής». «Θα χαθώ», απήντα παρωδών ο Μάχτος, και τούτο συνέτεινεν εις το να επισπεύδη έτι μάλλον το βήμα.

Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχωμαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας . . . Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών. Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών.

Εφάνη δε άνθρωπος ραιβοσκελής, δυσκόλως βαδίζων, σύρων επιπόνως τον αριστερόν πόδα παρά τον δεξιόν. Ο Θευδάς τον ανεγνώρισε. — Τρέκλα, φίλε μου, είπε, συ είσαι λοιπόν; — Εγώ, απήντησε πνευστιών ο έχων το όνομα Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ; — Μ' εστείλανε. — Ποιος; — Αυταίς η καλογρηαίς, είπε μυκτηρίζων ο Τρέκλας. Η φωνή του δε ήτο έρρινος. — Σένα βρέθηκαν να στείλουν; είπε μετ' οίκτου ο Θευδάς.

Αι τάξεις διεσπάσθησαν αμέσως και πάντες ετρέξαμεν εις βοήθειαν του κινδυνεύοντος φίλου μας, ενώ επρόβαλε πνευστιών ο Κάρλος εξ άλλης οδού. Αλλ' ήτο πλέον αργά. Ο Πλούτων, του οποίου εξήντλησαν τας τελευταίας δυνάμεις η ορμή του δρόμου, ο τρόμος και οι λιθοβολισμοί, κατέπεσε πλησίον της πύλης του νεκροταφείου, μόλις που φθάσας να γλείψη τας χείρας του παιδιού πριν ή εκπνεύση προ των γονάτων του.

Ο δε πέμπτος είχε παραλυθή ήδη, διότι ο κτύπος ον έλαβε κατά κεφαλής ήτο λίαν σφοδρός. Ιδών ο Μάχτος τα κινήματα ταύτα, δεν έχασε τα ίχνη της Αϊμάς, και έδραμε πνευστιών κατόπιν αυτής. Ο δε Γύφτος μετά του Βούγκου δεν εβράδυναν ν' ακολουθήσωσιν αυτούς.

Και ο λαλούν άμορφος όγκος εστέναξε βαθέως από της κλίνης μου, και εξηκολούθησε πνευστιών: — Εάν εγνώριζον και συνηντώμην ποτέ μετά του θεού μου, θα υπέβαλλον εις αυτόν ερωτήσεις, προ των οποίων και αυτός έτι, αναπολόγητος θα έμενε· θα του εζήτουν την κλείδα του μυστηρίου του κόσμου, την οποίαν και ούτος έχει χάση πλέον, διότι το μυστήριον υπερεξεχείλισεν, αποκρύψαν αυτήν και από τους ιδίους οφθαλμούς του!. . .

Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους. Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών.

Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου. Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.

Ο ατυχής Βράγγης, πνευστιών, αγωνιών, κάθιδρως, τετραυματισμένος, ουδ' ετόλμησε ν' αντεπεξέλθη κατά τοσούτον πολυαρίθμου εχθρού, αλλ' ετράπη κανονικώς εις φυγήν, εντείνων τας υπολειπομένας αυτώ δυνάμεις εις το μη περαιτέρω της καρτερίας και ευψυχίας.