Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Ω εσείς τρεις δρόμοι, και συ κοιλάδα απόκρυφη και πλούσιο δάσος και στενωπή στα τρία στενά, σεις που το αίμα ήπιατε του πατέρα μου, τάχα θυμάστε πόσα κακά σας έκαμα κ’ έπειτα εδώθε ερχόμενος ισάριθμα κακά έχω κάμει.
Για σένα πολεμώ και δουλέβω. Φτωχός είμουν και μ' έκαμες πλούσιο, γιατί δικό μου τίποτις δεν έχω· δυο πράματα μόνο γύρεβα στον κόσμο, μια γλώσσα και λίγη ποίηση. Τη γλώσσα την πήρα από το στόμα του λαού· την ποίησή μου από σένα την πήρα. Την ποίησή μου από σένα την πήρα και του κάκου παραπονιούμαι. Θυμάσαι, ψυχή μου, θυμάσαι; Έξη χρόνια τώρα και παραπάνω!
Και με τα δυό σου χέρια, εσύ η γυναίκα, εσύ η μεγάλη της ζωής νικήτρια, το πλούτισες με κάθε πλούτο και με κάθε θησαυρό Γιατί το ξέρω! Τον έκανες και πλούσιο εσύ τον Παύλο, εσύ με τη δουλειά σου, με την τέχνη σου, με τα χρυσά σου χέρια. Και είσθε τώρα, ευτυχισμένοι σεις οι δυό άξια συ μητέρα του παιδιού σου και το παιδί σου άξιο μίας τέτοιας μάνας! Ω! Μαρία!
Κι' απάνω κάτω του ναού το στολισμόν μου βάνουν· 380 Χαλνόντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια Για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια. Μον κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου, Είν το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου. Το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο, 385 Που το είχα με τα χέρια μου στον αργαλιό υφασμένο. Κι' ως να το σόσω υπόφερα και σκάνιασαις και λύπαις.
Δεν ήταν βέβαια ποτέ καλοδουλεμένο και πλούσιο σ' αποδοσίδια. Η γη του δώσε — δώσε τον παλιόν καιρό, φαινόταν κουρασμένη. Οπωσδήποτε στην ορμητική θέληση του Αντρέα του Ευμορφόπουλου άρχισε πάλε να υπόσχεται πολλά. Τα φύτρα και τα φύλλα έδειχναν νέα ζωή. Μα τώρα φαινόταν κουρνιαχτός. Πολλοί αργάτες πηγαινορχόνταν εκεί μέσα. Άλλοι με αξίνες, άλλοι με τσεκούρια, με δρεπάνια, με λοστούς, με δυναμίτη.
Απ την αγάπη μου προς σε κι' από τον σεβασμό μου και για να ζήσης μόνος σου και να χαρής τον κόσμο πεθαίνω εγώ, ενώ καθώς πολύ καλά γνωρίζεις μπορούσα να μην πέθαινα, αλλ' ευτυχής να ζήσω και μέσα από τους Θεσσαλούς να πάρω άλλον άνδρα, εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι να ζήσω 'σαν βασίλισσα μέσ' σ' ταγαθά του θρόνου.
Τι φταίω εγώ, για ό,τι έγεινεν; η μητέρα σου ηύρε τον πλούσιο γαμπρό, η μητέρα σου με παρακίνησεν, μ' εβίασε, μ' εφοβέρισε. Ω! αν ήξερες πόσο επολέμησα, πόσο αντιστάθηκα, πόσα δάκρυα έχυσα. Αλλά τι νάκανα. Όλοι οι δικοί μου με είχαν πολιορκήσει. Κατήντησε κι εις τον Ανδρέα να καταφύγω, να του 'πω πως δεν τον αγαπώ, για να σωθώ. Και ξέρεις τι μου είπεν: Εγώ σ' αγαπώ. Σ' εμένα αρέσεις.
Οι λέξεις δεν έχουν μοναχά μουσική γλυκειά σαν της λύρας και της κιθάρας τη μουσική, χρώμα τόσον πλούσιο και ζωηρό όσον εκείνο που κάνει ερατεινή για μας την οθόνη των Βενετών και των Ισπανών, και πλαστικότητα όχι λιγώτερο θετική και ασφαλή από κείνη που παρουσιάζεται στο μάρμαρο ή το μπρούντζο, αλλά και η σκέψη και το πάθος και η πνευματικότης ανήκει σ' αυτές κι αποκλειστικά μάλιστα σ' αυτές.
Αλλά και ο Τριστάνος, που πολύ τον ντρόπιαζε η υποψία ότι αγαπούσε το θείο του με υστεροβουλία, τον ηπείλησε: ότι αν ο Βασιληάς δεν κάνη το θέλημα των βαρώνων, θάφευγε από την αυλή και θα πήγαινε να υπηρετήση τον πλούσιο Βασιλέα της Γαβοΐας. Τότε ο Βασιληάς έβαλε προθεσμία στους βαρώνους του: σε σαράντα μέρες θάλεγε την απόφασί του.
Μον άσ' την τώρα εσύ τη νια στο Φοίβο, κι' οι Αργίτες διπλά θα σ'τα πλερώσουμε και τρίδιπλα αν ο Δίας φέρει έτσι και κουρσέψουμε κάνα άλλο πλούσιο κάστρο.» Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 130 «Μη δα εσύ πούσαι γνωστικός, θεόμορφε Αχιλέα, καμώνεσαι έτσι, κι' έφκολα δε με γελάς, δεν πείθεις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν