United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε χαραχτηριστικό του Σβεν πως μιλούσε για όλα όσα του ερχόντανε στο νου και το έκανε περσότερο απροσποίητα παρόσο το συνηθίζουν τα παιδιά, χωρίς να τον μέλη για την εντύπωση που έκανε στους μεγάλους. Ο Σβεν από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια δεν αιστάνθηκε γύρω του άλλο από θερμότητα κι αγάπη.

Πού και πού ν' ανεβάση και κανένα μελάτι. Επείσμωνε τότε ο μηχανικός και άρχιζε το βρισολούσι: — Αμ και στον Περαία να βούταγες, καϋμένε, κάτι περσότερο θα έβγαζες. Ή μήπως είδες το ψάρι κ' εβιάστηκες ν' ανεβής. Μωρέ το παληκάρι της φακής! Ο Ραφαλιάς εφουρκιζόταν στα λόγια του· αλλά και τι να κάμη; Οι μηχανικοί όλοι τους είνε μια πάστα.

Κυττάχτε την πανούργα, που έβαλε σε πράξι τη μία με την άλλη της πονηρές της τέχνες: επήγε από φόβο στο θεϊκό βωμό, για όσα έχει πράξη να μην τιμωρηθή• μα ούτ' ο ναός του Φοίβου σωτήρας θα σου γίνη, ούτε κι' ο βωμός του θα σώση πεια εσέ! Περσότερο λυπάμαι τη μάννα μου από σένα, γιατί και χωρισμένος που είμαι από κείνη, δεν παύω τόνομά της συχνά να το καλώ.

Και μέ μου φαίνεται παράξενο πως η ανάμνηση των μερών αυτών κρατήθηκε τόσο ζωηρή περσότερο από τριάντα χρόνια. Είμουνα δηλαδή τότε μόλις έξι χρονών κ' οι θύμησες της ηλικίας αυτής σβήνουνε πάντα έξω από κείνες, που δένουνται με το σπίτι, όπου ζήσαμε χρόνια ολάκερα. Όλον τον καιρό έπειτα έβλεπα μπροστά μου τη θάλασσα, έτσι όπως την είχα δει τότε.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ξέρεις. . . σαν γίνεται με βια, περσότερο κουράζει. ΧΡΕΜΗΣ Χεμ! δίκηο έχεις• μ' αν κι' αυτό η πόλις το εγκρίνη, οι άνδρες θα το κάνουνε και έτσι, τι να γίνη! Έλεγαν οι πατέρες μας μια σοφωτάτη γνώμη: πως και η σκέψεις η κουτές, κ' η πειό ζουρλές ακόμη όπου θα κόψη το μυαλό, μπορούν κι' αυτές κάμμιά φορά να βγουν και σε καλό.

Οι θαλασσινοί περσότερο, μα και σε μας κοι χωριανοί εγενόντανε πολλά.

Πού ξέρω κιόλας αν τώρα εικονίζω αυτήν την ίδια ή την ανάμνηση που άφησε; Γιατί ένας άνθρωπος είναι πραγματικά όπως φαίνεται σε όσους δεν τον είδαν έτσι, καθώς μπορεί και τον βλέπει ίσως ένας μόνο; Δεν είναι πολύ περσότερο στο βάθος του μόνο εκείνο που μένει, άμα χαθή το εξωτερικό και το τυχαίο; Και δεν είναι δυνατό, εκείνο, που μερικοί τονομάζουν εξιδανίκεψη, να είναι η πραγματική εσωτερική ομοιότητα, που θα γίνη κάποτε το αληθινό εγώ μας, ορατό απ' όλους μόνο σ' έναν κόσμο άφταστο στην ανθρώπινη ματιά;

Τους βλέπω ακόμα πλάι πλάι, με τα χέρια γεμάτα άνθη, με τα μάγουλα κοκκινισμένα να πηγαίνουνε μιλώντας από τη μεγάλη αυλή στην ανοιχτή βεράντα. Τα μαλλιά της είτανε τόσο μαύρα, τόσο ξανθά είταν τα δικά του, μα τα βαθιά γαλανά μάτια και των δυο είτανε τα ίδια. Ο ένας με τον άλλον είταν η πιο παράξενη αντίθεση κι όμως μοιάζανε περσότερο παρότι μοιάζουν πάντα μητέρα και παιδί.

Η Έλσα έσκυβε ακόμα περσότερο και του απαντούσε: — θα σε βάζω πάντα εγώ. Όσο να μεγαλώσης, και να το κάνης μόνος σου. Όταν γύρισα τη νύχτα με το τελευταίο βαπόρι, τη βρήκα που περίμενε να μου διηγηθή όλα όσα είπε ο Σβεν.

Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.