United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες εζερρίζωναν· και όσοι δεν είχαν πέτρες είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που εκατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έλαμπε, ρουμπίνι ανεχτίμητο στις άσπρες πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες εσπαρτάριζαν, θλιβερά κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι, κρύος σωρός έφραζαν την είσοδο της σπηλιάς και οι λαβωμένοι εβαρυβογκούσαν πονετικά στον κούφιον αέρα.

Ολόγυμνη η χαλκόμαβη χυτή σου κορυφή, στα πλάγια σου σα με χλωρά σμαράγδια αριοντυμένο, έτσι χρυσό στο δειλινό καθώς έχεις βαφή, ωσάν ολόφωτο όνειρο φαντάζεις υψωμένο. Ολόρθο ολόφωτο όνειρο που η κορυφή ψηλά ανένοιαστη αν στα πόδια της κοιλάδα πρασινίζει κι αν τραγουδούνε τα πουλιά και το νερό κυλά, ατάραχη προς το γλαυκό περίγυρα αντικρύζει.

Μα εκείνα δεν θέλουν να τον ακούσουν. Μαυλίζει ξαναμαυλίζει· τίποτα! Κάπως εθύμωσαν με τα λόγια του κ' ερρίχθηκαν λυσσαμένα, κάνοντας άνωκάτω τον τόπο περίγυρα. Άκουες φωνές, κλάματα, μοιρολόγια, βρισές, βλαστήμιες, δοντοτριξήματα, μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα, βιολιά και λαγούτα, συγκρατητά σφυρίγματα. Ο αέρας εγέμισεν από γλώσσες αόρατες, που καθεμιά είχε και τον σκοπό της.

Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική.

Εβουλήθηκε να πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη αναζητώντας πράγμα που δε έχασε ποτέ. Τέλος είδε στον βράχο μια μεγάλη σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γδυμνούς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει στο σκοτάδι τικτακ, τικτακ σιγαλό σαν ν' αργοστάλαζε νερό.

Τα δέντρα, γλαρωμένα γύρω στης ημέρας το βαρύ λιοπύρι, άρχιζαν να δροσολογιώνται τόρα στο βραδινό του βουνού το φύσημα. Τα χλοερά λιοστάσια περίγυρα ξεθύμαναν μια μυρουδάτην αλαφρήν ανάπνια, ένα μεθυστικόν αιθέριο ανασασμό, που θάλεγες κ' η φύση όλη άνοιξε τους πόρους της. Ταποσπερινό αβγουστιάτικο δροσοβολιό εβαλσάμωνε τον αέρα γύρω με ουράνιους αχνούς, μ' αγγελικές εβωδίες.

Τα χείλη του δεν ξεκόλλησαν από πάνω. Και από το φιλί εκείνο χύθηκε γύρω του κ' επλημμύρησε τον ήσυχον αέρα μια αρμονία ανήκουστη. Ένα μέλι χρυσοκίτρινο άρχισε να στάζη από τα λιγωμένα σύννεφα του βασιλέματος στα αέρινα βουνά, στις γαλάζιες στεριές περίγυρα, στα βαθυκοιμισμένα νερά, κ' ένα λίγωμα θανάτου κράτησε την αναπνοή του απέραντου θόλου.

Όποιος νοιώθει το κοστούμι ενός αιώνος νοιώθει κατ' ανάγκην και την αρχιτεκτονική του και τα περίγυρά του και είναι εύκολο να καταλάβη κανείς από τα καθίσματα ενός αιώνος αν ήταν αιών κρινολίνων ή όχι.

Φλι, πιπλίφ! εσουράβλισε τσαμπούνες το μαβρειδερό το αίμα καταπέρα. Ετσιλάχρησε περίγυρα τον τόπο. Επιτσίλησε τη ρίζα της ξεροελιάς. Επότισε τα διψασμένα γύρω τα χώματα. Τα μανίκι του μαχαιριού χάθηκε κι αφτό μες το αίμα. Λαίμαργη κ' η λερή η μανίκα του χεριού, ρούφαε κ' εκείνη το αίμα. Εσφάδαζε το βόιδι ξαπλωταριά. Εσπαρτάριζε νεκροζώντανο το κορμί του. Ψυχοραγώντας αναχάσκιζε.

Ο Γιάννης ο Σερέτης φρεσκοξυρισμένος, χτενισμένος, με τη φορεσιά του την καινούρια, που την έβανε μόνο στης επίσημες ημέρες, με μαύρο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, ναυτικά δεμένο και με το καλό του φέσι με το ανοιχτόχρωμο, μπιμπιλωμένο μαντήλι περίγυρα και η γνωστή μας χήρα, η παχουλή και αφράτη, η συδέκνισσα του παππά Συνέσιου με την πιο καλή της φορεσιά.