United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως και Σύνοδο σύστησε και ακύρωσε την ψεύτικη απόφαση της προτητερινής. Και τόσο τους πείραξε πάλε τους αδιόρθωτους εχτρούς του, που κατάπεισαν τον Αρκάδιο κ' έστειλε τον Ιεράρχη σ' άλλη χερώτερη εξορία περίγυρα στης Πιτυούντας την έρημο.

Σαν είδε όμως άξαφνα τους Ούνους και χαλνούσαν τον κόσμο περίγυρα, από ποιόν άλλονα να ζήτηση βοήθεια παρ' από το Βελισάριο; Αν και γέρος πια τώρα εκείνος, αν κι αποκαμωμένος και βαριεστημένος, σα λιοντάρι όμως σηκώθηκε να πολεμήση τους Ούνους.

Αφού έκαμε την προσευχή της και απλώθηκεν εις το μυρωδάτο εκείνο κλινάρι, την εσκέπασαν με φτέρη για να μη κρυώση κ' εκούρνιασαν κ' εκείνα εις τα περίγυρα δέντρα να την φυλάγουν. Το πρωί την εξύπνησε το εγερτήριο του κορυδαλού και ήλθαν να την καλημερίσουν και τ' άλλα πουλιά.

Και παντού περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κ' αισθαντικά στο παραμικρό άγγιγμα έκαναν το μέρος κήπον ονειροφάνταστον.

Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα: — Πουθενά, . . . σ' ευχαριστώ.

Την έσυρε όξω από τ' αμπέλι σ' έναν όχτο πρασινοντυμένο. Περίγυρα τα βουνά ψήλωναν γαλάζια και διάφανα σαν αχνοκάμωτα. Απάνου σε μια κορφή τους το Ερωτόκαστρο, με τα χρυσά του τείχη και τους διαμαντένιους πύργους του έλαμπε, σα να πλουτίστηκε με δεύτερο ήλιο η πλάση.

Και μια νύχτα, συνεφιασμένη και θλιβερή, αστροπέλεκας ξαφνικός έπεσε κατάκορφ' απάνω του και του γκρέμισεν όλα τα φύλλα και τα ωραία κλωνάρια, κι από το φουντωτό και ζηλεμένο δέντρο έμεινε μοναχά ένα ολόρθο κατακαμένο και κούφιο κορμί, το κορμί του ίδιου του Ζώη. Φωτιά έπιακε μια βραδιά 'ςτά «Τσαρτσίτικα» και τ' αργαστήρι τ' Αζώηρου μ' όλα τα περίγυρά του γείνηκαν στάχτη ως την αυγή.

Περίγυρα ψηλώνουν τραχείς και απόκρημνοι του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, σκυθρωποί γίγαντες και ορθοσκύβουν απάνω του, λέγεις και θέλουν να το προφυλάξουν από μάτι κακότροπο. Κ' εκεί ξαπλωμένοι στο σκότος είτε συμμαζωμένοι στις φωτιές μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκοι και φάσματα: Είνε κάπου σαράντα· και όλοι ένας κ' ένας διαλεχτοί.

Ως πούρθαν στο κέφι οι Αρβανίτες και δε δείλιασαν να ειπούν τότε κι αυτοί τα τραγούδια τους, αδιάφορο αν μετρητοί από τους μαζωμένους περίγυρα τους καταλαβαίναν.