United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πότε πότε κάποιος έσκυβε για να πάρει από το έδαφος ένα ποτήρι κρασί. «Πιες, διάολε!» «Γεια μας!» «Να ζήσουμε εκατό χρόνια και να’ μαστε καλά για να το θυμόμαστε αυτό το πανηγύρι.» «Πιες, που να σε πάρει ο διάολος!» Ο ποιητής Σεραφίνο Μασάλα από το Μπουλτέι, με ελληνικό προφίλ και ντυμένος σαν ομηρικός ήρωας, τραγουδούσε: Ο Τούρκος δε θέλει να παραδοθεί Για πόλεμο η καρδιά του φτερουγίζει.

Στις αρχές του Μάη η ντόνα Νοέμι έμεινε μόνη στο σπίτι επειδή οι αδελφές της είχαν πάει στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο, όπως συνήθιζαν πάντα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, για να προσκυνήσουνόπως έλεγαναλλά και για να διασκεδάσουν λιγάκι.

Μα σήκω τώρα πάμε· πάρε το πανωφόρι σου και ταπαλό σου πέπλο και στο παλάτι ας τρέξουμε του πλούσιου Πτολεμαίου, να 'δούμ' εκεί τον Άδωνι. Λένε πως πανηγύρι μεγάλο η βασίλισσα γι' αυτόν έχει ετοιμάσει. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Ο πλούσιος όλα πλούσια τα κάνει. Τι χαρά μου! Θάχω να λέω ένα σωρό σ' αυτούς που δε θα πάνε. ΓΟΡΓΩ Καιρός να ξεκινήσουμε, καλή μου Πραξινόη.

Με τη θεία πνοή της ταγιάζει τα μυριοβασάνιστα, τα μισαγριωμένα παιδιά της. Είταν το δεύτερό της τ' Ομηρικό πανηγύρι, με τα ίδια τα τραγούδια, την ίδια την απλότητα, μα με σκοπό από τη γης ως τα ουράνια πιο αψηλότερο. Δεν είτανε για μιαν Ελένη ο αγώνας μας τώρα, — είτανε για λεφτεριά και για πατρίδα. Ηρωικό πανηγύρι στολισμένο με τη χάρη της νιότης και με τα μάγια της λεβεντιάς.

Ξύπνησε τον άλλο και του είπε τι είχε συμβεί. «Βλέπεις, Έφις; Πείστηκες τώρα; Το ήξερα ότι προσποιείται. Δεν το είπα αμέσως; Κι εσύ τον κουβάλησες ξωπίσω σου. Νύχτα και μέρα με βασάνιζες μ’ αυτόν. Τώρα θα πάμε να τον καταγγείλουμε∙ θα τον ψάξουμε, θα του λιανίσουμε τα κόκαλα.» Ο Έφις χαμογελούσε. Στο πανηγύρι ήταν σχεδόν ευτυχισμένος.

Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι. Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο. Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα!

Ο Έφις ένοιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά, έκοψε όμως μια μικρή μαργαρίτα, μάσησε το κοτσάνι και είδε χωρίς φθόνο την Γκριζέντα και τον Τζατσιντίνο να αγκαλιάζονται. Ο Θεός να τους ευλογεί και να τους περιβάλλει πάντα έτσι, με ήλιο και με φως. Το απόγευμα το πανηγύρι ζωήρεψε περισσότερο.

Ο Χασάν Πασάς από την Ανατολική την πλευρά το είχε αρχινημένο το πανηγύρι του με τις δυο χιλιάδες νέους, γέρους και γυναικόπαιδα, που λες και με τη μυρουδιά τους ξετρύπωσαν τα σκυλιά του στου Μελάτου το σπήλιο.

Όσο για τη Λία, εκείνη καθόταν μαζεμένη σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά της αυλής∙ ίσως από τότε σχεδίαζε τη φυγή της. Το πανηγύρι διαρκούσε εννιά μέρες και οι τρεις τελευταίες ήταν όλο κυκλικούς χορούς με μουσικές και τραγούδια.

Και όχι πως δεν θα είχαν καμμίαν ασχολίαν όχι, τουναντίον επισωρεύονται εργασίαι, επειδή ίσα ίσα ένεκα των αναξίων λόγου δυσαρεσκειών αποτρέπονται από την εκτέλεσιν των σπουδαίων πραγμάτων. Την περασμένην εβδομάδα κατά την παρέλασιν με έλκηθρα έγειναν έριδες, και όλον το πανηγύρι εχάλασε.