Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστοόταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν! Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο.

Αλλ' ο δειλός Ραββίς και η πλάνης γυνή έδειξαν αρκετήν πίστιν ώστε να εμβλέψωσι βαθύτερον εις τους λόγους Του, και ταπεινώς να ζητήσωσι την έννοιάν των, και ούτω να οδηγηθώσιν εις την αλήθειαν. Ουχ ούτως οι ακροαταί ούτοι. Ο Θεός τους είχεν ελκύσει προς τον Χριστόν, και ούτοι απέρριψαν την δωρεάν Του.

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώτα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταντον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφούτον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασετα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμετόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;

Αλλά θα παρατηρήση τις ότι ενίοτε, όταν ο διαβάλλων είνε κατά τα άλλα δίκαιος και φαίνεται συνετός, είνε αξιόπιστος και κατ' ανάγκην δίδομεν προσοχήν και πίστιν εις τους λόγους του, καθότι τον θεωρούμεν ανάξιον να πράξη τοιούτον κακούργημα.

Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας. — Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν; — Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ; — Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη.

Εάν έχη φίλον, θα το διακοινώση εις τον φίλον του· εάν έχη πίστιν, θα το εκμυστηρευθή εις τον πνευματικόν του, άλλως η υπερχειλής του καρδία θα εκχυθή εις ασυναρτήτους μονολόγους, — ή, εάν γνωρίζη να γράφη, θα χαράξη επί του χάρτου τον θλιβερόν μονόλογον του. Ιδού διατί έγραφεν ο Μάρθας.

Είπον ουχ ήττον ότι ηγωνίσθη εις την μάχην του Καραντελή, πλησίον του Δομοκού, έχων παρά το πλευρόν του νεανίαν άλλον Θανάσην καλούμενον, μεθ' ου συνεδέθη διά στενής φιλίας, εκτιμήσας την πίστιν και αφοσίωσίν του κατά το σύντομον της ανταρσίας εκείνης διάστημα και την σκληρότητα της ψυχής του.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν