Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον: — Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος! Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος διά το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι.
Και αι απόκρυφοι παραδόσεις, αι απαθανατισθείσαι υπό της μεγαλοφυούς τέχνης των Ιταλών καλλιτεχνών, μας πληροφορούν και πάλιν ότι οι δράκοντες ήλθον προς τον Χριστόν και προσεκύνησκν αυτόν, και οι λέοντες και αι λεοπαρδάλεις τον ελάτρευσαν, και τα άνθη της Ιεριχούς ήνοιγαν τα πέταλά των οπουδήποτε επάτει, και οι φοίνικες εις την προσταγήν του εχαμήλωναν τους κλώνας των διά να δώσουν καρπούς, και οι λησταί οι πλανόδιοι κατεπτοήθησαν από το μεγαλείον του και ο χρόνος του ταξειδίου εσυντομεύθη καταπληκτικώς.
Εκ των αγορεύσεων τούτων αποσπώμεν τας εξής περικοπάς: Κατά τον Καρδινάλιον Donnet, «τα θύματα του προώρου ενταφιασμού είνε πολύ πλείονα του κοινώς πιστευομένου αριθμού εγώ δε ο ίδιος εν μόνη τη επισκοπή μου παρέστην μάρτυς τεσσάρων τούτων». Αφού δε διηγήθη τούτους, ο ρήτωρ επέθηκε τέλος εις τον λόγον του διά των εξής: «Άλλοτε πάλιν εν έτει 1826 νέος τις ιερεύς έπεσεν αίφνης απόπληκτος, ενώ εκήρυττεν από του άμβωνος.
Επανέφερεν εις την θέσιν των τους ασκούς του οίνου, όσους είχε χρειασθή να παραμερίση, τους ετοποθέτησε λίαν επιδεξίως άλλους επ' άλλων, διά να κρύψουν καλώς τας οπάς εις τα κάτω, δεν ελησμόνησε να σκουπίση και να κάμη άφαντα τα πριονίδια ή τα μικρά ψήγματα του ξύλου, εμάζωξε τα τριβέλια του, έσβυσε το κλεπτοφάναρον, και πατών και πάλιν ελαφρά, ανυπόδητος, επανήλθεν εις το μικρόν φελουκάκι του, το οποίον είχε δέσει εις το πορτέλλο της γολέττας, και απήλθε να κοιμηθή . . . Τις οίδεν αν έκαμε και τον σταυρόν του πριν πλαγιάση.
Αλλ' ο Σαϊτονικολής, απωθήσας την σύζυγόν του, τον επρόφθασε, πριν να διασκελίση το κατώφλιον, και του κατέφερε δυνατόν κτύπημα. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε πάλιν και τον εκράτησεν αναφωνούσα: «Για όνομα του Θεού, Νικολιό, το παιδί σου θα σκοτώσης!» Και ούτω έδωκε καιρόν εις τον Μανώλην να σωθή από την πατρικήν οργήν. Ο Μανώλης κατέφυγεν εις το καφενείον του, διά να κοιμηθή εκεί.
Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και κρίμα 'ς τα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω. — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.
Αλλ' αφού επέρασαν δέκα χρόνια οι αυτές αδελφές μου ηθέλησαν πάλιν να υπανδρευθούν· εγώ προσεπάθησα να τας εμποδίσω, αυτές όμως μου επρόβαλον τα δικαιολογήματά τους, ότι η γυναικεία φύσις όταν συνηθίση με άνδρα, είνε δύσκολον να ζήση χωρίς αυτόν.
— Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, απήντησεν ο Έλλην. Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε. — Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα ηδύνατο να βασιλεύση εκεί. — Χωρίς άλλο, φίλε μου.
Τώρα είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της, ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Στάθαρος κι' ο Γιαλής δεν επανήλθαν ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι' αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι' αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.
Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν