United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέρες και νύχτες περπατώ, ματώσανε τα πόδια μου από το δρόμο και ράγισε η καρδιά μου απ' τους αναστεναγμούς. Και τώρα που βρήκα την αγάπη μου, η αγάπη μου δε με θέλει. Και τώρα πού να πάγω να την εύρω; Το κυπαρίσσι του ξανείπε πάλι; — Βάλε σίδερο στα πόδια σου και πάρε το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Τράβα ολοένα κατά εκεί που βγαίνει ο ήλιος.

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.

Εψαρέβαμ' εμείς ολοένα, ολοένα εδιαβάζαμ' εμείς, σκεπασμένοι κάτω από της τέντας τον ίσκιο τον παχύ, δροσισμένοι από το μπάτη τον ανάλαφρον, αψηφώντας τα βαριά τα λιοπύρια έξω, που έψηναν κ' ελάβριζαν τις ξέρες. ...Θα σου το πω κι αφτό, για να ζηλέψης πλιότερο την τύχη μου.

Ο λοστρόμος όσο έβλεπε τον καιρό να βαστάς το χαβά του και άκουε την τρούμπα που πολεμούσε να προφτάση τα νερά και τα τριξίματα του καραβιού στο σκαμπανέβασμα μουρμούριζε ολοένα, δυνατά τώρα, μιλώντας στον Γερο-Φλώκο: — Έλα, Χριστέ και Παναγιά, με τούτο το κακό. Βρε μάτια μου, Φλώκο, κατάλαβες πως αυτός ο χριστιανός βάλθηκε να μας πνίξη; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.

Στο γιαλό οι σωροί των γυναικών τόρα, ένας κύκλος μεγάλος, σωριασμένες εκεί στην ακροθαλασσιά, χωρίς αναπνοή, χωρίς ένα κούνημα, μαρμαρωμένος, άπλονε βουβός κι αμίλητος αμέτρητα μαντήλια προς το βαπόρι. Από τα μαύρα πλευρά του βαποριού, που ολοένα χάνουνταν πέρα προς τ' ανοιχτά, άλλα μαντήλια απλόνουνταν και σειώνταν κι άσπριζαν για ύστερο χαιρετισμό.

Πήρε κ' έκλωσεν ο ήλιος. Χτίζεται το Κάστρο ολοένα. Τρέχει ο νιος για το Παλάτι. Μέσ' 'ςτή μέση από το δρόμο Αχ! τα σύνεργα θυμάται. Το 'χε ειπή κι' ο Βασιλιάς Πως γυρίζοντας καθένας και τα σύνεργα να φέρη. Σταματάει, γυρίζει οπίσω, μια βουκέντρα θέλει ο ήλιος, Πάει αρπά τα σύνεργά του και γυρνά μονανεπνιάςτο Παλάτι, αλαφιασμένος αφ' το δρόμο αφ' το τρεχιό.

Αν είνε μαγεμένος, με την υπομονήν και την καταφυγή εις τα θεία, θα χαλάσουν τα μάγια. Έχω μια τέτοια ελπίδα διέκοψεν ο ευλαβής εφημέριος. Αλλά χρειάζεται προσφυγή εις τα θεία. Και καθώς μανθάνω, η καϋμένη η νύμφη σου ολοένα προσεύχεται και αγρυπνεί και κλαίει . . . — Ως και εις τον τάφον του Κωνσταντίνου επήγα, εξηκολούθησεν ο γέρων ενθουσιασμένος πλέον από την διήγησίν του.

Οι Ερετριείς, κύριοι γενόμενοι του Ωρωπού, μετέβησαν εις την Ρόδον, διά να προσκαλέσουν τους Πελοποννησίους εις την Εύβοιαν· αλλ' ούτοι ήσαν διατεθειμένοι μάλλον να βοηθήσουν την Χίον, ολοένα στενώτερα πολιορκουμένην.

Μα, ας είναι, δεν μπορεί, θα μας απομείνουν και κάμποσα μέρη. Δεν ταιριάζει να παραπονιόμαστε ολοένα.

Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.