Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Εσήκοναν κολώνα τον ανήφορο μπουχούς. Επαράτρεχαν γύρω, με κλάψα εμουκάνιζαν, με σπαραχτικό παράπονο ερέκαζαν, λες κ' εμυρολογούσαν. Ετουμπιώνταν μεταξύ τους, μπλέχοντας τα κέρατα να σκοτωθούν. Ανακύλαγαν τον τόπο γύρω μες τα χώματα. Εσειώταν η γη στο βαρυπάτημά τους. Ολοένα εμυρίζονταν σκυφτά τα ματωμένα χάμου τα χώματα, όλο μαζί το κοπάδι, που δεν αποδίχαζαν στο σωρό βόιδι από βόιδι.
Και ίσα ίσα ά δεν ερχόσουνα εσύ, θ' αναγκαζόμουνα να σε ζητήσω εγώ για να σου τα ψάλω. Από μένα παράπονα, κύριε εργοστασιάρχη; Φ1ΝΤΗΣ Η δουλειά στο εργοστάσιο μένει ολοένα πίσω.
Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει.
Βόχες και βρώμες και άχνες και πνιγεροί καπνοί και σαπισμένοι ίδρωτες και ποδαρίλες βαρύτατες από ξυγκωμένα τσαρούχια εσυναπατιώνταν μες το χώρο το στενό και τον κατάκλειστο. Εσπρώχνονταν κ' εσωριάζονταν κατά την ανταβάνωτη στέγωση απάνω. Εκατέβαιναν κάτω πάλι ολοένα. Ολοένα ανεβοκατέβαιναν. Πυκνά πεντάπυκνα στρώματα θολής άχνας, καπνού βρωμερού, συμπυκνώθησαν σε σύγνεφα βαριά.
Σ' έχε και σύντροφο μαζύ και κύρη. Όχι, δεν θέλω, Καίσαρ, να τον σφάξης, δώρο τη συχώρεσί του πρέπει να μου τάξης. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Έπειτα είνε και πολύ ωραίος. Σένα τα μάτια σου σαν τον κυττάζεις, ολοένα γιομίζουν αστραπές. ΕΥΝΙΚΗ Το ξέρω πως μας ζουλεύεις και τους δυο μας, γέρο. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Γέρος εγώ; ΕΥΝΙΚΗ. Σαν το παιδί σου δεν είσαι βέβαια. Ντροπή σου από τη ζήλεια σου για τα δροσάτα νειάτα του
Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, πόδιζε ολοένα κατά το λιμάνι, δίχως κανένας θαλασσομάχος να βάζη με το νου του, μέσα στην πλατειά τη θάλασσα, από μακρυά κι' από σιμά, πως ένα ξόδι τούτη τη στιγμή έσχιζε, χωρίς παπάδες και ξεφτέρια, τα κύματα.
Πηγαίναμε κι' εμείς ς' την Πόλι, αλλά εκυττάζαμε να φερθούμε σαν καραβοκυρέοι. Όχι ολοένα ς' της φάμπρικαις! Την Κυριακήν το πρωί θα πηγαίναμε ς' την Εκκλησία, ν' ακούσωμεν την Λειτουργίαν μας.
Και ανάγκασαν το παιδί να μάθει πρώτα αυτήν, και απ' αυτή σιγά σιγά ύστερα, ολοένα προσθέτοντας, με την ίδια τέχνη και διπλωματία, πεθαμένα στοιχεία και αφαιρώντας ζωντανά, να φτάσει στη νεκρική τελειότητα. Η μέση αυτή γλώσσα, που έγινε και η επίσημη γλώσσα του κράτους, ― φυσική γλώσσα ενός τραγελαφικού κράτους, ― λέγεται «καθαρεύουσα» και θα ήταν καλλίτερα να λεγόταν «βρώμα».
Ο γέρος, όρθιος, ακούνητος, φιλούσε, φιλούσε ολοένα το μαγεμένο στόμα. Και η βάρκα, με το πανί λασκάδο, χωρίς καμμιά πνοή περίγυρα, άρχισε να σχίζη το κύμα, βουβό στην πλώρη της, να μακραίνη μαγεμένη απ' τη στεριά και να χάνεται στο χρυσό χάος του πελάγου. Σε λίγο μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν, σαν σβύσιμο αφρού, ανάμεσα στα μαγεμένα νησιά... Εμείς τα παιδιά ξέραμε πολλά πράγματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν