United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου· αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο· όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς.

Θεέ μου σχώρεσέ μου. — Μα πας αφίνει τίποτα στο κελλάρι; — Να φύγη, να φύγη! Και η ταραχή ηύξανε ολοένα.

Η καμπάνες ολοένα δε σταμάταγαν. Τα πλήθη όσο ψηλότερ' ανέβαιναν τόσο συμπυκνώνονταν, κι αγάλια αγάλια οι κορφινοί του χωριού δρόμοι ώμοιαζαν σκοταδερές ρεμματιές και λαγκάδια δασιά, τόσο μαυρολογούσαν. Κι ο θρος, οπ' ακούγονταν στα χαμηλώματα, στα καλτερίμια και στα χαλίκια από τα πατήματα των λιγοστών διαβατών, σιγά σιγά γένονταν τον ανήφορο σάλαγος, κι από σάλαγο πλιο ψηλά χλαλοή.

Επρόβαναν τα κεφαλάκια τους κατάνακρα στο βράχο έπαιζαν ταφτιά τους τσουλωμένα· μας εκυτούσαν περίεργα, και χοπ χοπ, αλαφροπηδούσαν κ' ετρύπωναν, άλλο στα χαλάσματα, κι άλλο μες τα σκοίνα, ξιπασμένα. ...Ο Καπτάν-Μιχάλης τις εσακάτεψε τις πέρκες. Μια με την άλλη, είχε πέντε έξη τόρα πιασμένες. Κ' η καθετή ανεβοκατέβαινε ολοένα.

Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη: — Εδώ είμαι! Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα. Η μάχη αρχίζει.

Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.

Η καμπάνες ολοένα δε σταμάταγαν. Τα πλήθη όσο ψηλότερ' ανέβαιναν τόσο συμπυκνώνονταν, κι αγάλια αγάλια οι κορφινοί του χωριού δρόμοι ώμοιαζαν σκοταδερές ρεμματιές και λαγκάδια δασιά, τόσο μαυρολογούσαν. Κι' ο θρος, οπ' ακούγονταν στα χαμηλώματα, στα καλτερίμια και στα χαλίκια από τα πατήματα των λιγοστών διαβατών, σιγά σιγά γένονταν τον ανήφορο σάλαγος, κι από σάλαγο πλιο ψηλά χλαλοή.

Δυο τρία κεραμίδια ξεκόλησαν απάνουθε, κ' επλατάγησαν κάτου στο δρόμο. Μια γλάστρα από την ταράτσα ετινάχτηκε στης αβλής τις πλάκες. Η στέγη απάνου εχοροπηδούσε σαν τρελή. Η καπνοδόχη εκατέβαζε ολοένα τον άνεμο. Έπεφτε κάτου, εσκόρπιζε τις στάχτες, ανέμιζε τον καπνό, τον εστρυφογύριζε μέσα τις κάμαρες, τον ελίχνιζε κ' ετίκλωνε όλο το σπίτι.

Τράβα το κουπί σου! του είπε ξερά ο καπετάνιος. Αυτός σιάριζε ολοένα, ως που βάλανε πλώρη κατά το «πλεούμενο». Με δυο κουπιές, το διπλαρώσανε. — Παναγιά μου! Τι είναι τούτο; Άνθρωπος;... φώναξε το παιδί. — Αμ' τι ήθελες νάναι; Σκυλόψαρο;.. έκανε ο καπετάνιος. Από τέτοια η θάλασσα, άλλο τίποτα, παιδί μου.

— Α! διαβουλουκούλουκα! εμούγκριξε ο λοχίας λυσσασμένος τόρα, παίζοντας μανιακός το φοβερό λεπίδι στον αέρα ξεμανίκωτο. Και ολοένα αγριεμένος περισσότερο, ξανάειπε, δείχνοντας με το δάχτυλο το δωμάτιο αγνάντια στο σωρό που βρέθη το μαχαίρι·Μέσα του Τρίου ! Μέσα την Παναγιά σας!..