Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί. «Μπες μέσα. Θέλεις να πλυθείς; Θα ανεβάσουμε μετά επάνω την βαλίτσα. Θα φωνάξω μια γυναίκα που μας υπηρετεί….. Τώρα είμαι μόνη στο σπίτι….. και δεν σε περίμενα…..»
Η μία εφαρμάκευσε την άλλην δι' εμένα, και μόνη της σκοτώθηκε κατόπιν. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Είν' αλήθεια! Τα πρόσωπά των κρύψετε. ΕΔΜ. Ψυχομαχώ... θα κάμω κ' ένα καλόν, 'ς της φύσεως το πείσμα της κακής μου. 'Σ το φρούριον πηγαίνετε, αμέσως, μην αργείτε! Έχω δοσμένην προσταγήν τον Ληρ, την Κορδηλίαν να τους φονεύσουν! Τρέξετε! Ευθύς! Προφθάσετέ τους. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τρέξετ' ευθύς! Ω! Τρέξετε!
Κανέν διακριτικόν σημείον δεν τον εξεχώριζεν από τα παλληκάρια του. Ως εκείνοι, εφόρει και αυτός την ζωγραφικήν εγχώριον ενδυμασίαν, ήτις ούτε νέα ήτο, ούτε υπερμέτρως καθαρά, ενώ η στίλβουσα στολή μου.... Εν τούτοις ανεγίνωσκεν ο καπετάνιος την επιστολήν, όλοι δε γύρω ίσταντο σιωπώντες. Η στάσις των αυτή και μόνη και η σιωπή των εμαρτύρουν το σέβας και την υποταγήν των προς τον αρχηγόν.
Απωθών την οχληράν πραγματικότητα βυθίζεις την κεφαλήν υπό το εφάπλωμα, ζητών παντί τρόπω να συλλάβης και πάλιν τα φεύγοντα εκείνα φαντάσματα. Τοιούτον τι ησθάνθη και η Ιωάννα ότε, εξυπνήσασα με την γοητευτικήν εκείνην οπτασίαν ευρέθη άπορος, απροστάτευτος και μόνη πλησίον του νεοσκάπτου τάφου του πατρός της.
Η Μάρω εσκέπτετο πάντα ταύτα καταπίνουσα τα δάκρυά της και καταρωμένη εξ όλης ψυχής την Κυρά Ρήνη, την αναθεματισμένην Κυρά Ρήνη η οποία ήτο η μόνη πρόξενος των τόσων των κακουχιών. Έστρεφε το βλέμμα πέριξ αναζητούσα μέρος τι, μικράν τινα κατοικίαν, καμμίαν καλύβην ερημικήν, αλλά τίποτε· ούτε δένδρον, ούτε χαμόκλαδον διέκρινεν. . .
Αλλά τα σατανικά λόγια τους μου τάραξαν την καρδιά, και μόνη η αναχώρησίς σου θα με ησυχάση. Φεύγα. Και βέβαια πάλι θα σε καλέσω σε λίγο. Πήγαινε, πάντοτε αγαπημένο παιδί μου!» Όταν οι προδότες έμαθαν το νέο: Έφυγε, είπαν μεταξύ τους, έφυγε ο μάγος, διωγμένος σαν λωποδύτης.
Το φέρνουν από δω, απ' εκεί, μπαίνουν στη Μονή, γδαίνουν τη Χάρη της, δεν άφηκαν από σκεύος κι ανάθημα, φορτόνουνται τις καπότες τους και ξεκλέβουνται, απάνω που γιοματίζαμε.
«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω, 'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι; κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. 60 εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια• και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους, δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια• και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν εις τον χορό• και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». 65
Σαν έμεινε μόνη στον κόσμο η Δροσούλα, κάθε βράδυ γονάτιζε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, έκανε μετάνοιες απάνω σε μετάνοιες και παρακαλούσε κ' έλεγε: «Παναγιά μου Παρθένα, πάρε με τώρα να πάω να βρω ταγαπημένα μου. Ο κόσμος έγινε τάφος για μένα και κόσμος μου είνε ο τάφος, που κοίτονται ταγαπημένα μου.
Είνε η μόνη θεότης την οποίαν οι άνθρωποι λησμονούσιν εφ' όσον υπάρχει, και λατρεύουσιν όταν χαθή· θεότης, ακατανοήτως ατυχής, εις τον βωμόν της οποίας οι ιερείς δεν σφαγιάζουσι κτήνη, αλλά τα κτήνη σφαγιάζουσιν ιερείς! Και ο πρώην πωλητής των ειδώλων της Αληθείας παρήλθε γελών — αποσπάσας, χάριν αστειότητος, και ολίγα πτερά από την ουράν μου. Και εκείνος είχε γίνη κακός. γ'.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν