Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


ΦΙΝΤΉΣ Τ' είναι πάλι; Κανένα παράπονο βέβαια; ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ήρθα, κύριε εργοστασιάρχη, σήμερα το πρωί και σας ζήτησα δυο φορές στο γραφείο, μα δεν μπόρεσα να σας πιτύχω μονάχο. Επειδή όμως είναι ανάγκη να σας μιλήσω, αναγκάστηκα να σας ενοχλήσω εδώ, στο σπίτι σας. Έχεις βέβαια να μου μιλήσης σοβαρά. Όμως, κύριε Μηχανικέ, ήρθε κ' η σειρά μου να έχω κ'εγώ σοβαρά παράπονα εναντίο σου.

Γιατί μ' έκαμες τόσο ευτυχισμένη, όσο δεν μπόρεσα να σε κάμω εγώ ποτέ. Μου έδωσες τρία παιδιά, τα δυο μεγάλα και το μικρό Σβεν. Και τι μπορώ εγώ να κάμω γι' αυτά, για σε, για όλους σας; Είμαι τόσο άρρωστη και δε θα γίνω ποτέ καλά. Πρέπει να με λησμονήσης. Ω ναι, το ξέρω πως θα λυπηθής για με, γιατί μ' αγαπάς, αν κ' είμουνα πάντα φιλάστενη κι αδύνατη και δεν μπορούσα να κάμω τίποτες για κανένα.

Δεν μπόρεσα να μη γελάσω, Κλωνάριον, και είπα• Λοιπόν, Μέγιλλα, είσαι άνδρας και μας τώκρυβες, όπως λέγουν για τον Αχιλλέα ότι εκρυβότανε αναμεταξύ στα κορίτσια με γυναικεία ενδύματα; Αλλά έχεις και εκείνο που έχουν οι άνδρες και κάνεις της Δημώνασσας ό,τι κάνουν οι άνδρες; Εκείνο, είπε, Λέαινα, δεν το έχω• αλλά δεν το πολυχρειάζομαι• κάνω την δουλειά, ως θα ιδής, με τρόπον πολύ περισσότερον ευχάριστον.

Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά έπεσαν στη στέρνα . . . Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποια να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια . . . Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη . . . Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μέσ' το νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα.

Μ' έσυρε στον καναπέ κ' έγυρε το κεφάλι της στον ώμο μου και στρυμώχτηκε κοντά μου, σα να ζητούσε να βρη αυτού προστασία απ' όλα τα δεινά και τους πόνους του κόσμου. Χωρίς ναλλάξη θέση, άπλωσε το χέρι της κ' έκλεισε το βιβλίο. — Είναι ένα μωρό βιβλίο, είπε. Δεν μπόρεσα να το νοιώσω ποτέ. — Μωρό δεν είναι, της είπα με χαμόγελο. — Εσύ το είπες, είπε κι ανασηκώθηκε. — Εγώ; Ποτέ!

Βασιλέα, με όλον που είσαι ένα κτίσμα κατώτερον από λόγου μου, δεν μπόρεσα να υποφέρω που να μη σε αγαπήσω, και διά να κάμω να μάθης ποίας τιμής είνε το απόκτημα που έκαμες, άκουσον με προσοχήν, επειδή και δεν θέλω πλέον να το κρατήσω κρυπτόν ποία εγώ είμαι· ήξευρε πώς ευρίσκεται εις τον μέγαν Ωκεανόν ένα νησί ονομαζόμενον Χαρμοστάν· αυτό είνε κατοικημένον από εξωτικά· ο βασιλεύς ονομόζεται Μανουχέρ, του οποίου είμαι θυγατέρα μονογενής, και με ονομάζουν Κεριστάνην.

Κιανείς δεν κατέει. Όλο ανήμπορη κιαρρωσταρά νε. Δε μπορεί καλά καλά να σηκώση το σταμνί να πάη στη βρύση. Και με τη μάνα σου' νε στα μαχαίρια, μα είντα 'χουνε δε μπόρεσα να καταλάβω. Η μάνα σου δε θέλει να τη δη στα μάτια τση και λέει και κακά λόγια για την καϊμένη την κοπελιά. Μ' αυτή δεν ανοίγει το στόμα τση. Ποτέ δεν την ήκουσα να πη κακό για τη μάνα σου.

« Φθάνωτη βρύσι· η άμοιρη » Δεν πρόφθασατο ένα, «'Σ το ένα δέξιο της πλευρό » Για να κυτάξω, και νεκρό » Τον είδα· Ωιμένα!...» « Ω! 'σάν τρελλή ερρίχτηκα. «'Στά στήθηα του απάνω. » Τα ξεθλυκόνω. Τι να ιδώ; » Αχ!..αίμα αρχίνησα ζεστό » Σ τα χέρια μου να πιάνω.» « Προσπάθησα η δύστυχη, » Πνοή για να του δόσω «'Σ το στόμα του με τα φιλιά, » Δεν 'μπόρεσα ουδέ λαλιά » Για να του ξεστομώσω

Ίσως τις διαβάσης. ΠΡΩΤΟΣ ΠΛΙΚΟΣ «................................................................ Πού είμαι, πού βρίσκουμαι, δεν μπόρεσα ακόμη να το καταλάβω. Τι παράξενο σπίτι που τοίχους δεν έχει! Δεν είναι ξύλο, δεν είναι πέτρα, δεν είναι σίδερο τα ντουβάρια· είναι καμωμένα από καταχνιά και μοιάζουν πιο γερά παρά ξύλο, πέτρα και σίδερο. Πολεμώ να κάμω τρύπα και δεν το κατορθώνω.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε. Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν