Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
— Ποτές δεν έλαβα επιστολή της, είπε ο Αγαθούλης: γιατί, φαντασθήτε, επειδή με διώξαν από τον πύργο για τον έρωτά της, δε μπόρεσα να της γράψω· λίγο κατόπι έμαθα, πως είχε πεθάνει, αργότερα την ξαναβρήκα και την ξανάχασα και της έστειλα από δυόμιση χιλιάδες λεύγες έναν αγγελιοφόρο, από τον οποίον περιμένω απάντηση. Ο αββάς άκουε προσεχτικά και φαινότανε λιγάκι ρεμβώδης.
Φραγκούδη. — Διέτε τώρα τι λέει αφτός· «Πρέπει κατά τον κ. Ψυχάρην να λέγωμεν το δωμάτι αντί το δωμάτιον ». Εγώ ποτέ μου δεν είπα το δωμάτι, μήτε μπόρεσα να πω στη ζωή μου πώς πρέπει να το λέμε! Αν έλεγα τη λέξη, θα την έλεγα δωμάτιο, καθώς θα την πη όποιος τη συνηθίζει.
Μια που βρέθηκα στα λουτρά για την ισχιαλγία μου δεν μπόρεσα να ξεφύγω αυτή την αγγαρία. Εκείνο που μ' ενδιαφέρει είναι η ιστορία σου. Λέγε μου. Λέλα. Έλα, χρυσό μου. Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ. Σου τα είπα όλα. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ. Δεν μούπες τίποτε. Μούπες μονάχα πως ο Τάσσος ταράχθηκε πολύ άμα σε είδε εδώ. Τον αγαπάς πάντα; ΛΕΛΑ — Αυτό είναι που δεν ξέρω κ' εγώ.
Και την Κυριακήν, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, έγινε ζωηροτάτη περί τούτου συζήτησις έξω της Αγίας Αικατερίνης, παρόντος και του Σαϊτονικολή, όστις ήκουε περίλυπος και σιωπών και εφαίνετο πολύ καταβεβλημένος. Επί τέλους είπεν: — Εγώ ήκαμα ό,τι 'μπόρεσα. Η γλωσσά μου 'βγαλε μαλιά να του μιλώ· και σαν είδα πως δεν ήκουε, τον απόβγαλα κιαπού το σπίτι μου και πάει να γενή χρόνος από τότε.
Να κρίνη Η δύστυχη δ' 'μπόρεσε, Κ' εκίνησε να φύγη. Την 'κολουθάω με φωναίς. Να την γυρίσω πίσω Δεν 'μπόρεσα. Καν πρόφθασα Να την 'μιλήσω πάλι· Κ' εκείνη με συγκίνησι, Και θλίψι της μεγάλη Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου, « Τη γη αυτή ν' αφήσω.»
Άμα γίνη το λεξικό, θα διούμε που οι ξένες λέξες είναι πολύ σπάνιες. Μόλον τούτο, άκουσα πως θέλουν πολλοί να τις βγάλουν από τη γλώσσα μας. Δεν μπόρεσα να το πιστέψω. Στις λέξες ξένης παραγωγής είναι που βλέπει κανείς ίσια ίσια πόσο ζωντανή, ακόμη και σήμερα, είναι η αρχαία γραμματική. Η μέρα να κλίνεται μέρας , κι ο λόγος, του λόγου , δεν είναι παράξενο.
Θάκανα και το τάμμα που έχω 'ς τη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . — με τι να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια με μπαλώματα . . .
Κι' αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει . . . κάποια συλλογή ... η πρωινή νύστα, . . . το ξημέρωμα . . . ξέρω κ' εγώ . . . το τραγούδι σου . . . Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.
Μια μέρα τη βρήκα που έκλαιγε και με φωνή, που δεν είτανε πια δική μου, φώναξα: — Πόσο νομίζεις πως μπορώ να το υποφέρω αυτό; Την ίδια στιγμή που τα είπα, μετάνοιωσα για τα λόγια μου και ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του τρόμου, που πέτρωσε το πρόσωπό της. — Τι εννοείς; είπε. — Εκείνο που λέω. Είτανε σα να μίλησε με το στόμα μου κάποιος πονηρός δαίμονας, που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω.
Πρέπει να τον αγαπάτε πολύ. ΜΙΣΤΡΑΣ — Έκαμα, κυρά μου, ό,τι μπόρεσα, καθώς είδατε. Όταν έγεινε το κ ά ζ ο εσείς είσαστε πέρα στο νησάκι με τον Τάσσο και την κόρη του. Έκανα ό,τι μπόρεσα σ' αυτή τη δυστυχισμένη και αφού ειδοποίησα όσους μπόρεσα να κρατήσουνε το πράμα μυστικό, έτρεξα κατευθείαν στο νησάκι. Σας επήρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν