Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Έχεις δίκιο, παιδί μου, μα έχουνε κιαυτοί, είπε με πραότητα. Εσύ μπαίνεις στο σπίτι τως σε καλό και σε τιμή· μα ο κόσμος είνε κακός και βγάνει λόγια. Κιάνε τύχη και χαλάση η λογόστεση αυτή, η κοπελλιά χάνεται. Γιαυτό και ο Θωμάς σούπε να μην μπαίνης στο σπίτι του όντεν είνε η Πηγή μοναχή.

Βάλθηκε ο Αδριανός να τη μεταχύση την Αθήνα και να την κάμη «Αδριανούπολη». Ακόμα φαίνεται η επιγραφή απάνω στην περίφημη Πύλη του, από την πλευρά που βλέπει κατά τον Ιλισσό, και που λέει πως από κείθε μπαίνεις στου Αδριανού, κι όχι στου Θησέα την Πόλη. Δευτερώνεται λοιπόν των προτερινών Αυτοκρατόρων η πολιτική.

Σα να μας άκουγες κι απ' έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τάμαθες όλ' αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθήματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα.

Η κυρά που τον οδήγησε μέχρι εκεί, τον κοίταζε διασκεδάζοντας μ' αυτόν, μέχρι που η άλλη φώναξε, «Γιατί δεν μπαίνεις αδελφή; Ο καημένος ο άνθρωπος είναι τόσο φορτωμένος που θα σωριαστεί. Όταν μπήκαν μέσα και κλειδώθηκε η πόρτα, πήγαν και οι τρεις τους σε μια μεγάλη αυλή, περιτριγυρισμένη από κιγκλιδωτό.

Για ταντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα; Με πήρε το παράπονοΕγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ; — Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνης στο ρημάδι σου, κι' ούτε ρωτάς κανένα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλιΣτο βιος μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιος, του λέω. Και με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;

Μα αν των θεώνε πάλι μας δώκει η χάρη το καστρί να πάρουμε των Τρώων, μπαίνεις και πλοίο με χαλκό και μάλαμα φορτώνεις ξέχειλο, σα μοιράζουμε το πράμα, και γυναίκες 280 όπιες σ' αρέσουν Τρώισες ως είκοσι διαλέγεις, απ' τη Λενιό ύστερα τις πιο λαχταριστές στα κάλλη.

Δε σούπα να μην πηαίνης στση Βαγγελιάς; — Αι, σούπε κιανείς πώς πάω; είπα με αυθάδεια. — Είπανέ μου πως συχνοπερνάς κίσως μπαίνεις και στο σπίτι. — Κιάνεν περνώ; κιάνε μπαίνω; είπα προκλητικά. Η μητέρα μου μ' ατένισε με κατάπληξη, αλλά δεν έδειξε θυμό. — Πού την έμαθες να τη βγάνης αυτή τη γλώσσα; θες να πης πως δε με λογαριάζεις και πας στση Βαγγελιάς;

Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική. Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω. — Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένη. Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο. Είταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά.

Άξαφνα, το ένα βουνό ζωντανέβει και στη μέση του βουνού βλέπεις φώτα αναμμένα, σα να είχε μάτια, χίλια μάτια το βουνό, σα να είτανε σπηλιές κ' η κάθε σπηλιά φλόγαείναι τα παράθυρα του χωριού που λάμπουν ένα ένα· χαίρεσαι και συλλογιέσαι· Εδώ θα λεν παραμύθια πολλά, θα λεν παραμύθια και στους Βόθρους. Να κ' η ρεματιά, να κ' οι Βόθροι! Σου ανοίγει την πόρτα του ένας χωρικός και μπαίνεις μέσα.

Σωπαίνεις; Μα γιατί στη γη τα μάτια χαμηλώνεις και μπαίνεις σε συλλογισμούς, και τη χαρά, που πήρεν ως τώρα ο πατέρας σου, σε λύπη τη γυρίζεις; ΙΩΝ Τα πράματα δεν έχουνε ποτέ την ίδιαν όψι, όταν τα βλέπης μακρυά, κι' όταν κοντοζυγώνουν. Κι' όσο για τη συνάντησι, πολλή χαρά μου φέρνει, που βρήκα σε, πατέρα μου.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν