Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Και δος του κρασί και μαστίχα. Σαν πήρε απόνυχτο, μια ώρα απάνω κάτωπηγαιμένοι τώρα οι Τούρκοιφάνηκαν και τα δυο ταδέρφια, Μιχάλης και Δημήτρης, έπειτα κι ο Πανάγος με τον αδερφό του το Γιάνη, παρέα κ' οι τέσσερεις. Κατέβηκαν ύστερα και κάτι άλλ' αξαδέρφια και συμπεθέροι, και γέμισε μια λάκερη κώχη από το σόγι τους. Σα να λέμε μανιφέστο κι από τις δυο τις μεριές, πως ομόνοιασαν.

Τον αγαπούσε, και μάλιστα, καθώς είδαμε, σαν είδος αδερφή του. Έτσι τον είχε και στο νου του και στην καρδιά του, σα γυναίκα. Για δαύτο δα το θάρρειε και χρέος του να τονε νοιάζεται και να τον αρμηνεύη. — Έχω να σου πω και να σου πω, Δημητράκη μου, κάνει ο Μιχάλης, που θα γενή περιβόλι η καρδιά σου.

Ο Κόχραν λοιπόν διά θαλάσσης, ο δε Χατζή Μιχάλης διά ξηράς επροχώρησαν προς την θέσιν του μοναστηρίου όσον πλησιέστερον ηδυνήθησαν· και αφ' ού έκαμεν ο Κόχραν όσας επεθύμει να κάμη παρατηρήσεις, υπεσχέθη να επιχειρήση την κατεδάφισιν του μοναστηρίου. Ο Καραϊσκάκης, αφ' ού έπραξε ταύτα μετά του Κόχραν, έδωκε τας ακολούθους διαταγάς.

Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα. — Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος. Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη. Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.

Και να το λες και συ πως είνε κακόβουλες καταλαλιές των εχτρώ μας. — Έννοια σου, αφέντη. Και δρόμο ο Μανώλης, τρομαγμένος με την όψη του κυρ Δημήτρη. Δεν έμεινε τότες μήτε ο Δημήτρης ανάπραγος· παρά μια και δυο και τρέχει να βρη τον αδερφό του το Μιχάλη. Έβραζε μέσα του πηγαίνοντας. Έβραζε μέσα του όχι έτσι σαν αδερφός, μα σα να είταν ο ίδιος ο Μιχάλης και ζούλευε.

Και τι δεν είχαμε! Ως και σαλάχια εσήκωσε το παραγάδι μας. Ένα δεν το κατάφερε καλά ο Καπτάν- Μιχάλης στο ξαγγύστρωμα. Του την κάρφωσε στο χέρι τη φαρμακερή του ουρά, και τον πονούσε ύστερα δυο μέρες. ...Αχάραγο ακόμα, κάτω από την πρωινή δροσούλα, με την πρωινή μαντολινάτα μας, εψάλαμε της κονταβγής τη χάρη. Εγυρίζαμε ολόχαροι, εφτυχισμένοι απ το κυνήγι στην πανώρια Τίκλα μας.

Ο Πανάγος κι ο Μιχάλης είταν πρώτ' αξαδέρφια συγγένεια, μα στην αγάπη και στην ξεφαντωσιά πιώτερο παρ' αδέρφια. Τίποτις δεν καταπιάνουνταν ο ένας, δίχως να το πρωτοπή του αλλουνού. Κατάντησε να τους λένε τους δυο τους «διπλάρια», ή κάτι τέτοιο. Όπου ο ένας, εκεί κι ο άλλος, μα γλέντι είτανε, μα κυνήγι, πόλεμος, σκοτωμός. Αχώριστοι σ' όλα τους.

Ας πάνετην ευχή του Χριστού! . . . Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια.

Είτα, μετά έν έτος, εγεννήθη το πρώτον παιδίον, ο Στάθης, και δευτέρα η Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετ' αυτήν ο Μητράκης, και η τελευταία η Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους εφαίνετο να βασιλεύη ειρήνη εντός της οικίας.

Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική. Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω. — Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένη. Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο. Είταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν