Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Αποκρίθηκε ο Εφημέριος πως είνε μια κόρη μαζώχτρα που τώρα και μερικές μέρες τόρριξ' εκεί απάνω εξ αιτίας λέει που ζητούσε το μακαρίτη τον κυρ Πανάγο να την πάρη, και την πειράζανε καθώς φαίνεται οι άλλες οι δουλεύτρες, και πήγε κι αυτή και μεροδούλευε στα τούρκικα τα δέντρα· και πως εξ αιτίας πάλε που την έβρισε κάποιος άλλος, κόλλησε στα τούρκικα μια και καλή, κ' έρχεται μονάχα, λέει, μια φορά το μερόνυχτο και φέρνει της θειας της ψωμί κ' ελιές.

Μήπως είπα το ενάντιο; Θα κακοκαρδίσωμε τώρα για το μακαρίτη τον Πρέκα; Σα βαρέθηκε τη ζωή του και πήρε βουτιά στο μώλο, λογαριασμός δικός του! Ας δώση λόγο εκεί που βρίσκεται. Μετρημένα μονάχα τα λόγια σου, να μην πάνε σταυτιά της Εξουσίας και σε σέρνουνε στην Ανάκρισι... — Την Εξουσία να την απαυτώσω, μουρμούρισε ο Γιάννης, με συμπάθειο!

Κι όχι να πης πως άρχισα το μυρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να είμουν άντρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ καταπάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετιναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λιγάκι.

Και ποιανού ήταν αυτό το σπίτι; Του Γιάννη Τούρτουρη του κακομοίρη, του άκαρδου και τ' άθεου του Γιάννη Τούρτουρη που τον είχαμε οχτρό. Εκείνος πάντα μας πολέμαγε, μας φτονούσε. δεν ήθελε να βλέπη ψωμί στα δόντια μας. Τον άντρα μου το μακαρίτηπάντα κόντρα του πήγαινε· εμένα με κακολόγησε· τη θυγατέρα μουτην όμορφη Χρυσούλα μου, έβαλε πεζούς καβαλλαρέους ναν τη χωρίση από το στεφάνι της.

Ο γέρος υποδέχτηκε τους ξένους απάνω σ' ένα σοφά που το στρώμα του ήτανε κανωμένο από φτερά κολυβρίων, και τους πρόσφερε λικέρ σε ποτήρια από διαμάντι· κατόπι ικανοποίησε την περιέργειά τους ως εξής: — Είμαι εκατόν εβδομήντα δυο χρονών κι' έμαθα από το μακαρίτη πατέρα μου, υπασπιστή του βασιλιά, τις καταπληχτικές επαναστάσεις του Περού, που τις είδε με τα μάτια του.

Η φωνή του τρεμουλιαστή, διάφανη, κρουσταλλένια, γέμισε τη νύχτα με μια γλύκαν ασύγκριτη. Έκρυβε τέτοιο παράπονο μέσα της, που μπορούσε να ραγίση και τα λιθάρια. Ολονών τα μάτια βουρκώσανε. — Έτσι ντε! Ψαλτικά μάλιστα, είπε ο Θανάσης. Ναναγαλλιάση κ' η ψυχή του μακαρίτη, εκεί που βρίσκεται. Ο Μαθιός αναστέναξε.

Θυμούμαι τον πεθερό μου το μακαρίτη που μας έλεγε πάντα, πως όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να κερδίζουμε και να ζούμε, κ' έτσι σωστό δεν είναι, όπως καμώνουνται μερικοί, να μη θέλουνε τάχατις να τους ιντερβιουβάρουνε.

Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση. Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...

ΚΟΒΙΕΛ Από τον καιρό που εγνώρισα το μακαρίτη τον πατέρα σας, τον έντιμον αριστοκράτη, καθώς σας είπα, εταξείδεψα σ' όλο τον κόσμο. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σ' όλο τον κόσμο; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Υποθέτω πως θα είνε πολύ μακριά αυτός ο τόπος. ΚΟΒΙΕΛ Και βέβαια.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν