Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Και πέντε φορές έφαγε από πενήντα δραχμές του πατέρα μου, για ν' αγοράση τα υλικά. Έτρωγε τα χρήματα και πάλι τα ίδια. Έτσι μου τον άφησε κληρονομιά ο πατέρας μου. Τελείωσαν τα βάσανα του μακαρίτη κι' άρχισαν τα δικά μου. — Καμμιά επιστασία, μάτια μου, να συχωρεθή ο γέρος, ο καλός άνθρωπος. Αυτή ήταν η κουβέντα του σε κάθε του επίσκεψι. Φρόντισα κάποτε και τον έβαλα σ' ένα εργοστάσιο. Θυρωρός!
Και δε θα τηνε βρης μοναχά στο κορίτσι αυτή την ακαταπόνετη δύναμη της τιμής. Αυτό το βλέπουμε και στις χώρες, δηλαδή στις &ρωμαίικες& τις χώρες. Εκείνο που είναι ν' απορήσης, είναι που βλέπεις τόσες και τόσες λυγερές μαυροφόρες και περνούν ταγύριστα χρόνια της νιότης στην άχαρη μοναξιά της χηρείας, δίχως άλλη ελπίδα παρά να μεγαλώση ταγόρι τους και να πιάση τον τόπο του μακαρίτη!
Μα καλαφάτηδες με το ίδιο τόνομα ήτανε κι' άλλοι. Για να τον βρης έπρεπε να γυρέψης τον Γιάννη τον Μακαρίτη. Να πούμε την αλήθεια, δεν τούμοιαζε καθόλου για μακαρίτης. Ολοστρόγγυλος, καλοθρεμμένος, ροδοκόκκινος, με κάτι μάτια γεμάτα φωτιά και πονηρία ήτανε ζωντανός απ' τους πιο ζωντανούς.
Ήσθε το ωμορφότερο παιδάκι του κόσμου και όλες οι κυρίες σας έπαιρναν στην αγκαλιά των για να σας φιλήσουν. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Για να με φιλήσουν; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα. ήμουν στενός φίλος του μακαρίτη του πατέρα σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Του μακαρίτη του πατέρα μου; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα. Ήταν εντιμότατος αριστοκράτης. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ο πατέρας μου; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τον εγνωρίζατε καλά; ΚΟΒΙΕΛ Και βέβαια.
— Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!
Ο βασιληάς επονοκεφαλούσε να εύρη πώς ήτο δυνατόν να τον οικονομήση, όταν έτυχε ν' αποθάνη ο επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργός. Μη έχοντας πρόχειρον καμμίαν άλλην, έδωκεν εις τον γέρον την θέσιν του μακαρίτη, και από τότες εγεννήθη και σώζεται ακόμη εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το υπουργείον της παιδείας. Μεγάλη δυστυχία είνε να έχη κανείς πολύ καλήν καρδίαν.
Σαν νοιώση τη δροσιά του μες στη ρίζα του, αναγαλλιάζει η φυλλωσιά του και τα κλαδιά του γλυκοσαλεύουνε και γλυκοτραγουδούνε. Μερακλίδικο δέντρο, μα την πίστι μου! Μόνο φωνή που δεν έχει να σου μιλήση σαν άνθρωπος. Ο Μαθιός ο γυρολόγος σήκωσε, το γεμάτο ποτήρι, που ήτανε στη θέσι του μακαρίτη, και το άδειασε στη ρίζα του δέντρου. — Έτσι συνήθιζε να το κάνη ο καϋμένος ο Πέτρος, είπε.
Μοιάζει με τον μακαρίτη Βαρόνο….» «Με ποιόν; Με τον πεθαμένο Βαρόνο που ζει ακόμη μέσα στο κάστρο;» Η ντόνα Ρουθ όμως έφερε το δείχτη στο στόμα: δεν έπρεπε να μιλούν για πεθαμένους στο πανηγύρι. «Ποιο φάντασμα! Είναι ζωντανός και τα χέρια του δεν βρίσκουν ησυχία, έτσι δεν είναι, Γκριζέντα; Ποιος; Μα ο ντον Τζατσίντο!»
Η χήρα η Μισιργούδα είχε μια βρατσέρα κληρονομιά του μακαρίτη οπού είχε το πρωί αποπλεύσει διά την Κύμην και έσπευσε έντρομος, με λαδάκι: — Παναγία 'ς το Πέλαγο! Παναγία 'ς το Πέλαγο!
Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ' ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σ ο υ ρ β ι έ ς και σ ο ύ ρ β ι ζ α ν τους ανθρώπους μέσ' στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στην ράχη και να τον σουρβίζης: Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν' γεροί!» Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν