Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


«Φίλε, σήκωσε το μαντύα σου, κατέβα στο νερό, και βάστηξε τη Βασίλισσα, αν δηλαδή δε φοβάσαι, έτσι τσακισμένο που σε βλέπω, μη λυγίσης στη μέση του δρόμου». Ο προσκυνητής πήρε τη Βασίλισσα στα χέρια του. «Φίλε» του είπε κείνη σιγά. Έπειτα ακόμη σιγώτερα: «Κάνε να πέσης στον άμμο». Σαν έφθασε στην όχθη, εσκόνταψε κι' έπεσε, κρατώντας τη Βασίλισσα σφιγμένη στα χέρια του.

Πλείσα για αφτό εσύ πάει να δεις και κάθε χριά να κάνεις, 100 μα κι' άλλου γνώμη να δεχτείς που πιάσει να μιλήσει επί καλού· τι κέρδος σου, σα βγει καλό στη μέση. Μα εγώ ας σας πω τι πιο σωστό μου φαίνεται πως είναι.

Παρατηρεί το δισταγμό του ο αλιτήριος ο Ευσέβιος, κι αμέσως καταπιάνεται άλλο πονηρότερο παιχνίδι για να περάση το θέλημά του. Κατεβαίνει στην Αντιόχεια, συναγροικιέται με πολλούς δικούς του Επισκόπους, συκοφαντεί τον ορθόδοξο Μητροπολίτη της Αντιόχειας, τον Ευστάθιο, φέρνει Σύνοδο και τον ξεθρονιάζει, κ' έτσι βγάζει από τη μέση έναν από τους δυνατώτερους βοηθούς του Αθανασίου.

Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε, τα κρέμαε 'ςτό λαιμό της. Και 'ςτόν καθρέφτη εκύτταζε, κ' έλεγε με τον νου της. — Μάτια μου μαύρα και γλυκά και ζαχαρένιο στόμα, Κυπαρισσένιο μου κορμί κι' ολόχρυσα μαλλάκια, Δαχτυλιδένια μέση μου κι' αφροπλασμένα στήθη.

Με τον κασμά, αυτός αμέσως άρχισε να καταστρέφει το άδειο κενοτάφιο που ήταν στην μέση του μαυσωλείου. Πήρε μια μια τις πέτρες και τις έβαλε την μια πάνω στην άλλη σε μια γωνιά. Όταν γκρέμισε όλο το κενοτάφιο, συνέχισε να σκάβει την γη, και κάτω από κει είδα μια καταπακτή.

Συλλογιζόμουνα και τον παραλυτικό, που τα πόδια του δε βαστούσανε να τονέ φέρουν ως το λευκό δρομαλάκι και που το κύτταζε θλιμμένος απ' τη ρίζα της πιπεριάς. Και ύστερα τον εαυτό μου, που η ψυχή μου παράλυσε στη μέση του δρόμου και γύρισα πίσω, χωρίς να ξέρω το γιατί. Ο άλλος κόσμος προχωρούσε χωρίς να συλλογίζεται τίποτε.

Κι' αφτή στη μέση πρόβαλε, η σεβαστή του η μάννα, που πήγε τον αγκάλιασε με συμπονιά και τούπε «Πονάς, παιδί μου, μα άφισ' τον στο νεκρικό του στρώμα το μάβρο αφτό, αφού πήγε πια από θεών κακία, και δέξου αφτά απ' τον Ήφαιστο τα όπλα, ξακουσμένα 10 πανώρια, π' όμια αντρός κορμί δε ζώστηκε ως στα τώρα

Ως τόσο άρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, άρχισε να λάμπη κ' η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τηνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός.

Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου, κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης· μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιους να πολεμούσε 85 δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων.

Αυτό μας το χάρισμα γέννησε την εφτάψυχη τη δύναμη που μας βάσταξε μέσα σε τόσους και τόσους κατακλυσμούς, αυτό μας ξηγάει με τι τρόπο τα κατάφερε ο Ρωμιός και τα κατάπιε όλα εκείνα τανήμερα θηριά, από Γότθους και κάτω, και τάκαμε θροφή του από φαρμάκι του, τέλος με τι τρόπο ξαναπρόβαλε εκεί που τονέ θάρρειε ο κόσμος χαμένο, και σήμερα ζη πάλε και παραζή μάλιστα, αφού μεγάλο Ανατολικό ζήτημα δε βγαίνει στη μέση δίχως ναντιλαλούν οι φωνές του μέσα στη σαστισμένη Ευρώπη.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν