United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ανώφελα τόρα αγωνιούμαστε, και μάταια πολεμάμε να τόνε βγάλουμ' από ταγαρινά τα νύχια τους, να τόνε φέρουμε στη ζωή πάλι. Μόν' πρέπει να βιαστούμε, βλογημένοι μου, να τόνε βγάλουμ' αποδώ μέσα, και αναγκαστά πρέπει να τόνε χώσουμε μη λάχη και βρυκολακιάσει. Σ αφτά τα λόγια του παπά, κόβουν το αίμα τους οι χωριανοί και πα να χάσουν τον νου τους οι καψοχωριανές από τη λαχτάρα.

Ματαία λοιπόν εφαίνετο η αντίστασίς μου κατά του πεπρωμένου και πολύ προτιμότερον να στέρξω τα πράγματα όπως ήσαν. Πρέπει δε και να ομολογήσω ότι είχεν ολιγοστεύση κατά πολύ εις διάστημα μιας μόνης ώρας η αντιπάθειά μου κατά του ρωμαντισμού.

Ματαία λοιπόν είναι η λύπη ώστε να λυπήται ο Αξίοχος δια το μήτε ον, μήτε μέλλον να είναι περί τον Αξίοχον, και ομοία είναι η λύπη, ως να ελυπείτο τις περί της Σκύλλας ή του Κενταύρου, πραγμάτων τα οποία μήτε είναι περί σε, μήτε ύστερον μετά τον θάνατον θα είναι. Διότι ο φόβος υπάρχει εις τα όντα, εις δε τα μη όντα πώς είναι δυνατόν να είναι;

Εις αυτά είνε πολύ μαντικώτεροι από σας οι γεωργοί και άριστα δύνανται να μας προείπουν ότι, αν μεν βρέξη ο θεός τα σπαρτά θα είνε καλά, εάν δε επικρατήση ξηρασία και διψάσουν τα χωράφια, είνε αδύνατον ν' αποφύγωμεν την σιτοδείαν• επίσης ότι δεν πρέπει να σπείρωμεν κατά τα μέσα του θέρους, διότι η σπορά θα είνε όλως ανωφελής και ματαία, ούτε να θερίζωμεν χλωρά τα στάχια, άλλως θα εύρωμεν τον καρπόν αμέστωτον.

Μετά μου είπε να μεταμφιεστώ και μαζί ξεγλιστρήσαμε από μια πόρτα του κήπου που οδηγούσε προς το κοιμητήρι. Δεν μας πήρε πολύ να φτάσουμε στο μέρος της εξαφάνισης του πρίγκιπα, ή να ανακαλύψουμε το μαυσωλείο που μάταια έψαχνα στο παρελθόν.

Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.

Για την Έλσα όλα αυτά είταν ένας αποχαιρετισμός, καθώς πλησίαζε πάντα περσότερο να περάση εκείνα τα σύνορα, οπόθε δεν ξαναγυρνά κανένας. Εμένα μου φαινότανε σα μάταια ελπίδα πως θα ξανάρχιζε πάλι η ζωή μας και πως η γυναίκα μου θα ξαναγύριζε σε με, σε όλους μας, στη ζωή την ίδια.

Εκείνοι που επήγαν γυρεύοντάς το δεν εδευτέρωσαν τον σκοπό τους. Έχει, σου λέγουν, κατιτί πλάνο κ' επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλυστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που παραλεί το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα. Το ξανθό βασιλόπουλο μάταια ζητεί ν' αγκαλιάση την ποθητή του! Εγώ από μικρός που το άκουα μ' έπιανε κάποιο αίσθημα παράξενο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποια λόγια; πε μου γλίγωρα, θέλω να μάθω. ΧΟΡΟΣ Λένε πως τον σκότωσε κάποιος διαβάτης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι ακουστά το ’χω κ’ εγώ. Μα ποιος τον είδε; ΧΟΡΟΣ Ακόμη και αν αφόβητη τύχ’ η ψυχή του, όμως θαρρώ η κατάρα σου θα τον μακρύνη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όποιος χωρίς να ταραχθή κάμνει το κρίμα, εκείνον δεν τρομάζουνε τα μάταια λόγια.

Δεν επέμεινα, εννοείται, διότι ήξευρα κάλλιστα, ότι ματαία θα ήτο η επιμονή μου. Ήκουσα όμως μετ' ολίγας ημέρας λεπτομερείας τινάς της ζωής του, αι οποίαι μ' ελύπησαν πολύ και με ετρόμαξαν περισσότερον.