Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ησυχία, γαλήνη με περεχύνει. Γίνουμαι σαν τους ολύμπιους θεούς. Δεν το λέω για μένα μόνο, και δίχως περηφάνεια το λέω· το λέω για όλους μας εμάς που γράφουμε τη γλώσσα του λαού και χτίζουμε στην Ελλάδα την εθνική φιλολογία. Έχουμε ολύμπια δώματα σαν τους θεούς. Αιώνια παλάτια. Μάρμαρο η κάθε λέξη. Τη γράφω κι ανατριχιάζω — Ό τι πω, είναι για τους αιώνες. Ρωμαίικα να γράψω, λειτουργώ.
Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω. — Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ. — Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου!
Ίδες γεράκι στη φωλιά μαζί με περιστέρι· Η ώρα τότες έφτακε για να τραβήσω χέρι. Αχ! τι τα θέλω και τα λέω· τι θέλω να τα μάθη Εκείνη που μ' εβύθισε σε βάσανα και πάθη. Είναι κλαρί παραψηλό και χέρι δεν το φτάνει· Κι' ο άθρωπος που αγωνιστή, και λόγια κι' έργα χάνει.
Τώρα μας παίρν' η Ελπίδα χωπ! στο σπίτι του Μορφόπουλου. Να τι θα ειπή να ζη κανείς πολλά χρόνια! Α, μα το ψωμάκι· τη βαρέθηκα τέτοια ζωή... — Μα τώρα δεν έχει πια να μας κουνήση κανείς από 'κεί. — Κανείς! δεν έχει να μας κουνήση κανείς! τι λες άραχλη ; — Εκειό που σου λέω· τώρα θα ησυχάσουμε για καλά. — Για καλά; Βέβαια, σα νάχης δίκιο. Από 'κεί θα φύγουμε με ξένα πόδια. — Τι; καβάλλα;
Αφτός με το σοφό του νου τους μίλησε έτσι κι' είπε «Γιε του Πηλέα, ας θες εγώ, του Δία αγαπημένε, να πω τ' Απόλλου το θυμό, του προφυλάχτη αφέντη, 75 καλά, στον λέω· όμως και συ ορκίσου μου και τάξε να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγο και κοντάρι. Κάποιος θαρρώ θα πειραχτεί που τους Αργίτες όλους τους ξεπερνάει σε δύναμη κι' ο λόγος του αγρικιέται.
— Πήγα λοιπόν κι άρχισα να τον ορμηνεύω: όχι τούτο, όχι κείνο· έτσι τούτο, έτσι κείνο. Μα αυτός τη δουλειά του· δεν ήθελε να μ' ακούση... — Δεν τον άφινες να κάνη ό,τι θέλει· του είπε η Ελπίδα. — Ό,τι θέλει! πως θα τον αφήσω να κάνη ό,τι θέλει! Πιάνω, που λες, μια μηλιά που είχε φυτεμένη δίπλα σε καρυά, την ξερριζώνω και τη βάνω παραπέρα. — Να, μωρέ κουλούκι, του λέω· εδώ είν' η θέση της.
— Τι λες, συμπέθερε! είπε αναμπαίζοντάς τον ο Κουτρουμπής· για γυναίκα το πέρασες! δε βλέπεις που κρατάει σπαθί; — Θα είνε ο Ρωτόκριτος, λέω· είπε άλλος σκαφτιάς. Ο Αριστόδημος τους έρριξε άγριες ματιές κ' έπειτα χαμογέλασε. — Τι λέτε, μωρέ βλάκες ; τους είπε. Τι Ρωτόκριτος και Αρετούσα! Είνε η Δόξα μας· η αθάνατη Δόξα μας! — Μπα, η Δόξα! είπε ο Μπαλαούρας στραβοστομιάζοντας· κρίμα!
ΜΙΡ. Εκείνος, αφέντη, είναι ένας αχρείος, που δεν μ' αρέσει να βλέπω. ΠΡΟΣΠ. Αλλ' όποιος και αν είναι, πώς να τον υστερηθούμε; εκείνος μας ανάβει φωτιά, μας φέρνει ξύλα, μας κάνει αναγκαίες υπηρεσίες. Ε! σκλάβε! Κάλιμπαν! χώμα, που είσαι; ξεβουβάσου! Μέσα είναι ξύλα αρκετά. ΠΡΟΣΠ. Έβγα όξω, σου λέω· χρειάζεσαι γι' άλλη δουλειά. Έβγα, έβγα, χελώνα! Κ' έτσι;
Μπρε παιδιά! αφού σας το λέω· Όλα βρίσκουνταν εκεί μέσα, στην αιώνια Μικρόπολη, και δεν είχες ανάγκη να γυρίσης τον κόσμο και να γυρέψης αλλού πουθενά ποιητάδες ή φιλοσόφους. Οι μικροπολίτες παινούσαν ο ένας τον άλλονα· μη νομίζης όμως πως είταν από καλοσύνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν