United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ όπου δεν ημπορώ να παίξω τίποτε χωρίς τετράδιον, μίαν φοράν το ήκουσα και το ενθυμούμαι ολόκληρον. Ταύτα λέγουσα ήρχισε να κυμβαλίζη το τρισκατάρατον γαλόπ του χθεσινού χορού, του οποίου οι ήχοι μου ενθύμιζαν τα βάσανά μου. — Είμαι, απήντησα αποτόμως, ολίγον ζαλισμένος και η μουσική με πειράζει. Άφησε το, σε παρακαλώ, δι' άλλην φοράν.

Οι πλείστοι χριστιανοί της εποχής εκείνης, αμφιρρέποντες εισέτι μεταξύ του Χριστού και των ειδώλων ωμοίαζον την εν Χίω ευλαβή εκείνην γραίαν, ήτις καθ' εκάστην ανήπτε κηρίον προ της εικόνος του Αγίου Γεωργίου και έτερον προ της του Διαβόλου, λέγουσα ότι καλόν είναι να έχη τις φίλους πανταχού.

Διότι όσον και αν ήτο μίμος, δεν ηδύνατο εντελώς να μιμηθή την φωνήν του αληθούς Μάχτου. Τελευταίον η Αϊμά τω είπε·Διατί δεν θέλεις, Μάχτο, να έμβωμεν μέσα; — Δεν ανοίγει η πόρτα, εψιθύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε, Μάχτο· εσύ είσαι δυνατός. Ας είνε και άνθρωποι. Κτύπα να μας ανοίξουν. Και ταύτα λέγουσα, εκράτει την κεφαλήν της δι' αμφοτέρων των χειρών και εφαίνετο καταβεβλημένη.

Ώστε καλά κάμαμε ναρθούμε προς τα εδώ; — Δεν ήρθαμε θεληματικώς· μας έφεραν τα ρέμματα. — Ξέρουν τι κάνουν τα ρέμματα! είπε με θεσπέσιον τόνον το Λιαλιώ, ήτις ωμοίαζε μέ τινας ανθρώπους βλέποντας σοφά όνειρα, αυτοσχεδιάζοντας αποφθέγματα κατ' όναρ. Λέγουσα δε, επίστευεν εκείνην την στιγμήν ότι υπάρχει νους εις τα άψυχα πράγματα και ότι όλα υπόκεινται εις θεού τινος την επιστασίαν.

Το αγαθόν αυτό φίλημα προκαλεί εις τους οφθαλμούς του Παύλου δάκρυα μετανοίας, και συγχρόνως αδελφικώτατον αντιφίλημα· η δε Ευφροσύνη, σπογγίζουσα τα δάκρυά του, παρεκάλει αυτόν να μη κλαίη, λέγουσα ότι δεν πονεί πλέον.

Ο νέος έβγαλε το λεπτόν και κοντόν επανωφόρι του και την παρεκάλει να σκεπασθή με αυτό διά να μη κρυώση, διότι, όσον επροχώρει η νυξ, ήρχισε να κατεβαίνη από τα βουνά το απόγειον. Εκείνη ηρνείτο να δεχθή το ένδυμα, λέγουσα ότι ουδόλως ησθάνετο ψύχος· ήτο μάλιστα πολύ ζεστή.

Τ' άια , την μεγάλην είσοδον των τιμίων Δώρωνουδέποτε ηυτύχησε να ίδη από εκεί όπου ίστατο. Μόνον βλέπουσα να κύπτουν αι έμπροσθέν της ιστάμεναι γυναίκες έκυπτε και αυτή λέγουσα με τον νουν της: περνούν τα άια, μνήσθητί μου Κύριε! Ενίοτε μάλιστα και ηπατάτο.

Ο Βαγγέλης από το δωμάτιόν του ήκουε την φωνήν της Κατερνιώς, ήτις διεμαρτύρετο λέγουσα: — Και ποια είμ' εγώ! ...Θάρρεψε πως ήμουν καμμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! ...Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ. Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δε και φόβον κ' εντροπήν, δεν εξήλθεν ως το βράδυ.

Φαίδρος Δεν έχει λοιπόν δίκαιον η ρητορική λέγουσα ταύτα;

Η μήτηρ του τον κατέκλινε δίπλα εις την παραστιάν, επί μαλλίνου κυλιμίου, τον εσκέπασε με μίαν άκραν της βελέντζας, εσταύρωσε τρις το προσκέφαλόν του και τον άφησε να κοιμηθή. Η Λενιώ δεν ηθέλησε να πλαγιάση, λέγουσα ότι ήθελε να περιμείνη τον πατέρα της, όστις είχε τάξει να της φέρη ένα ώμορφο στολίδι από το χωρίον.