Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Η καρδία του μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς το απέδειξεν η προς την Ολυμπιάδα αγάπη του, ήτο φύσει ευαίσθητος και καλή, όσον καλή και εύφορος είναι η γη του κήπου μου. Καθώς δε ο κήπος μου επέτυχε δύο επιμελείς κηπουρούς, εμέ και τον Ιωάννην, ούτω και ο Αλέξανδρος επέτυχε, νέος ων, δύο αξιολόγους κηπουρούς, τον Λεωνίδαν και τον Αριστοτέλην, προς καλλιέργειαν και μόρφωσιν του νοός και της καρδίας του.

Τι με θέλετ' εμένα; Και πάντα στο καράβι. Εκεί να φάη, εκεί να κοιμηθή. Καμμιά φορά ξεγελειόταν κ' έτρωγε ψωμί με τους δικούς του. Στα καρφιά καθότανε. — Στρώσε να κοιμηθής, Μοναχάκη. Μέλι μαθές έχει το καράβι; Νύχτα ώρα, σκοτάδι, που θα πας, χριστιανέ μ', στο λιμάνι; Γέρος άνθρωπος είσαι· θα πέσης να τσακιστής. Αυτός τίποτε. — Η γρηά περιμένει Καλή σας νύχτα... κ' έφευγε.

Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο. — Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο. — Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι. Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της.

Ημείς δε ας φύγωμεν, Ήφαιστε• διότι πλησιάζει ο αετός. Λοιπόν καλή υπομονή• και εύχομαι να έλθη ταχέως ο Θηβαίος τοξότης, που είπες, διά να σε σώση από τους σπαραγμούς του ορνέου. 1. &Διογένους και Πολυδεύκους.&

Ο γυιός του βαρώνου φαινότανε σε όλα άξιος του πατέρα του. Ο καθηγητής Παγγλώσσης ήτανε το μαντείο του σπιτιού κι' ο μικρός Αγαθούλης άκουε τη διδασκαλία του μ' όλη την καλή πίστη της ηλικίας του και του χαρακτήρα του. Ο Παγγλώσσης δίδασκε τη μεταφυσικό-θεολογο-κοσμολογο-μηδαμινολογία.

Μίαν εσπέραν, όπου είχε καταβή εις το κατάλυμα μοναχή της, βλέπει έξαφνα την Καντίνα λευκόπεπλον, με το μέτωπον, την ρίνα και τας σιαγόνας σκεπασμένα, με τα όμματα σπινθηροβολούντα, κ' εκάθητο ως καλή οικοκυρά εις την αγκωνήν του ερειπίου, επί τινος λίθου, καπνίζουσα το μικρό τσιμπουκάκι της, και πώς της έπρεπε τω όντι!

Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.

Αυτή δε συγχώρεσε τη μητέρα μου, πώς μπορεί να συγχωρέσει εμένα; Εγώ όμως, εγώ όμως…Χαμήλωσε το κεφάλι και έβγαλε από την τσέπη ένα γράμμα. «Βλέπεις, Έφις; Τα ξέρω όλα. Εάν η θεία Νοέμι δεν συγχώρεσε τη μητέρα μου ύστερα απ’ αυτό το γράμμα, πώς μπορεί να έχει καλή ψυχή; Ξέρεις τι γράφει αυτό το γράμμα, εσύ το έφερες στη θεία Νοέμι. Κι εγώ της το πήρα: ήταν πάνω στο κρεβάτι την μέρα που έφτασα.

Ήτανε απελπισμένος, αν θα χωριζότανε από έναν καλόν αφέντη που τούχε γίνει φίλος εγκάρδιος. Αλλ' η χαρά να του φανή χρήσιμος νίκησε τη λύπη που θα τον άφηνε. Φιληθήκανε κλαίοντας: ο Αγαθούλης του σύστησε να μην ξεχάση την αγαθή γριά: Ο Κακαμπός έφυγε την ίδια μέρα: ήτανε πολύ καλή καρδιά αυτός ο Κακαμπός.

Η καλή μας τύχη πούχε καν κοντοπούρναρα ξηρά το χάνι μέσα. Τους βάλαμε φωτιά και κάμαμε μια τζόρα για να στεγνώσουμε. Απόξω, ανασταλάζοντας ο ουρανός, σουρούπωσε. Άστοχα από τη σκοτεινάδα της μπόρας βρεθήκαμε 'ςτον ίσκιο της νύχτας που πρόβαινε αγαλιγάλι. Τον ήλιο δεν τον ξανάειδαμε ως την αυγή.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν