Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων. Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.

Και τυλιχθείς με την κάπαν του ο Πρωτόγυφτος εξηπλώθη ανέτως επί του χαλικοστρώτου εδάφους, θεις και τα πέδιλά του ως προσκεφάλαιον. Ενώ δε η Αϊμά συνήπτε τας χείρας και διετέλει εν τη εσχάτη εκείνη της απογνώσεως στιγμή, εφ' ης η αρχαία ποίησις και τέχνη δεν εύρεν άλλο κορύφωμα να επιθέση ή την απολίθωσιν, αίφνης κρότος ηκούσθη, η θύρα έτριξεν επί των στροφίγγων της και εισήλθεν ο Πλήθων.

Οι σύντροφοι του είχον απέλθη, ητοιμάζετο δε και αυτός να τους ακολουθήση ότε είδεν ιππέα σκεπασμένον με βαρείαν κάπαν, ερχόμενον εκ του αντιθέτου διά να περάση τον Στρεμμενόν. — Μη ρίξης αυτού γιατ' είνε βαθύ! εφώναξε προς αυτόν ο Δημήτρης. — Αν είνε βαθύ γι' άλλους δεν είνε για τον Τσίλια μου· απήντησεν ούτος, υπερηφανευόμενος διά τον ίππον του.

— 'Γώ να σου πω φοβήθηκα κομμάτι, απήντησε και ο άλλος ποιμήν, πλησιάσας και αυτός υπό την κάπαν του αντικρύ, γιατί έφερνε γύρωτο Κάστρο σαν νάθελε να βγάλη όξω ανθρώπους. — Ήταν από την μπονάτσα. Δεν εδούλευαν καλά τα πανιά. — Μπε! μπε! ανεμίχθησαν οξείαι φωναί εις την ομιλίαν. Και ήλθε το παιδίον τρέχον υπό την μικράν του κάπαν, δύο αρτιγέννητα αιγίδια φέρον εις τας αγκάλας.

Όχι, διέκοψε, χουχουλίζων μικρόν διά της από του στόματος θερμότητος τας μελανιασμένας χείρας του, έλεγα να το κρύψω, αλλά θα το 'πω. Τι δα! Χριστούγεννα ξημερώνουν. Και είνε αμαρτία να λέη κανένας ψέμματα τέτοια χρονιάρα μέρα. Νά! Βλέπετε αυτό τα τάλλαρο; Και εγκαταλιπών πλέοντα εν τη χύτρα τα εντόσθια, έχωσε την χείρα του εις την βαρείαν κάπαν και εξήγαγε δολλάριον αμερικανικόν απαστράπτον.

Σηκώνεται, λαμβάνει το έν των ζυγών, εφ' ων καθέζονται οι ερέται, το ανορθοί, εβγάζει ένα σκαρμόν, τον προσδένει διά του τροπωτήρος σταυροειδώς επί του ζυγού. Κύπτει υπό την πρώραν, αναζητεί τα παλαιά ράκη του, ενδύει το διπλούν ξύλον με μίαν κάπαν, της οποίας τα μανίκια εκρέμαντο σπαρακτικώς περί τας δύο άκρας του σκαλμού.

Και προσεγγίσας προς μεγάλην έκπληξιν του ποιμένος δίδει μια με την ποιμενικήν ράβδον εις την κάπαν ήτις έπεσε κάτω βροντήσασα. Και ήρχισε να γελά. — Παληόπαιδο! είπεν ο ποιμήν εννοήσας πλέον το παιγνίδιον του παιδός, όστις προηγουμένως, διαλαθών τους ποιμένας, έστησεν εκεί αντιθέτως την κενήν κάπαν, ίνα εξαπατήσας φοβίση τους ανθρώπους και γελάση.

Γενομένου δε κατά την στιγμήν εκείνην ραγδαίου υετού, έρριψε την καταβραχείσαν κάπαν επί τινα θάμνον και ρεμβάζων εφύλαττεν έως ο εμφανισθείς ήλιος την αποξηράνη. Αίφνης εγείρεται τότε θύελλα και ορμητικός στρόβιλος ανήρπασεν εν τη δίνη αυτού την μηλωτήν, ήτις μετεωρισθείσα μέχρι νεφελών κατέπεσε μετ' ολίγον επί τους ώμους του ποιμένος.

Το παιδίον, το οποίον πρότερον ήθελε να παίξη, φοβίζον τον ποιμένα με την κενήν εκείνην κάπαν, ήρχισε τώρα να τρέμη εκ του φόβου και να πτύσση δειλώς, εντρεπόμενον πλέον και να εξυπνήση τους κοιμωμένους ποιμένας, αφού προηγουμένως προσεποιήθη μετά γενναίας απλότητος ότι δεν φοβείται τους Καλικαντζάρους.

Μια νύχτα λοιπόν αμέσως, ναυλόνει ένα ψαροκάικο και ιδού πρωί-πρωί εις το εξωτερικόν ο κυρ-Δημάκης, με μίαν κάπαν κ' ένα δισάκκι μόνον, εις το ελληνικόν έδαφος, τα οποίον αφού προστατεύη τόσους και τόσους, δεν ηδύνατο ν' αρνηθή την προστασίαν του και εις τον κυρ-Δημάκην, ο οποίος εχρεώστει ενοίκια χωρίς να το θέλη. Αυτό ήτο το μόνον έγκλημά του.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν