Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


— Α μπα, κυρία· δεν έχω να πάω πουθενά. δεν έχω φίλες· απάντησε αμέσως εκείνη. — Σε καλό σου, κορίτσι μου! είπε με ψυχοπόνια η κυρία. Εσύ πριν έρθης μας ζάλισες με το έξω σου. Και τώρα πώς έγινες έτσι; Μην αρρώστησες; μη σου συμβαίνει τίποτε; — Όχι, κυρία. Μα βλέπεις από τότε άλλαξαν τα πράματα. Ποιόν να ιδώ έξω; τίνος να μιλήσω ; Εδώ κάθουμαι και τα λέω με τον αρρεβωνιαστικό μου.

»Όταν όμως με βλέπεις να κάθουμαι και να κοιτάζω μέσα μου, όπως συνειθίζεις να λες, τότε πρέπει να ξέρης πως δεν κάνω τίποτες άλλο παρά εκείνο που έκαμα πάντα, ακόμα και πρι να σε γνωρίσω κι αρχίσω την πραγματική μου ζωή. Κι αν κλαίω, δεν πρέπει να νομίζης πως είμαι δυστυχισμένη. Είναι μόνο κάτι που πρέπει να το συλλογίζουμαι κάποτε, γιατί ξέρω πως θαρθή και γιατί το ήξερα πάντα πως θαρθή.

Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίση! Δεν είταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυπώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ.

Ας φανταστούμε που ο κόπος μας δεν πήγε του κάκου, που τόντις κοντέβει η μέρα που όλοι μας μαζί θα μιλούμε την αρχαία, θα λέμε τους αρχαίους τύπους, θα κλίνουμε ο πατήρ, τοις πατράσι, θάχουμε απαρέφατο· θα ξέρουμε μόνο κάθημαι κι όχι κάθουμαι, ετοίμη κι όχι έτοιμη, ήκουσα κι όχι άκουσα. Ας υποθέσουμε μάλιστα που αφτή η μεγάλη μέρα έφεξε πια σήμερα. Να μας όλους που ελληνίζουμε και πάμε.

Δυο χέρια δυνατότερα από τα δικά του το αγκαλιάζουνε και το παίρνουνε με τη βια από την επικίντυνη θέση κι από το θέαμα της θάλασσας. Το παιδί είμαι γω ο ίδιος και χαμογελώ μελαγχολικά με την ανάμνηση, ενώ περνούν οι νυχτερινές ώρες χωρίς να το νοιώθω και κάθουμαι μόνος και κοιτάζω σε κείνο, που μέλλει να γίνη.

Κι αφτό θα το κάνης, γιατί δεν έπιασες να μελετήσης τι τους λείπει και τι έχεις εσύ. Μα τι κάθουμαι και λέω; Εσύ που όλο καφκιέσαι πως σε μέλει για γενικές μεγάλες ιδέες, για γενικές λαμπροφάνταχτες ψυχολογίες, δεν το συλλογίστηκες να ξετάσης τι πράμα είναι μήτε τα περίφημα τα γενικά σου αφτά, που χάνεις το νου σου για δάφτα. Ιδέες και ψυχολογίες γιόμισες και τα μυαλά σου και τα χαρτιά σου.

Από το Μεροβίγλι, ψηλά ψηλά, απάνω στα γκρεμνά, που κάθουμαι και σου μιλώ, βλέπω κάτω στη θάλασσα τα νησάκια που μέσα τους έχουνε φλόγα κρυμμένη, το Βουλκάνο που δεν κοιμάται ποτέ, κι ας μοιάζη σαν αποκοιμισμένος. Καημένες τα λεν εδώ τα νησάκια που είναι όλο φωτιά, τη Μεγάλη Καημένη και τη Μικρή. Είμαι σαν τα νησάκια καίω· είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος. Όπου πάω, εσένα ποθώ.

Μα αφτή δεν ήθελεόχεσκενα κάτσει, μον τους είπε «Δεν κάθουμαι, τι στ' Ωκιανού έχω να πάω το ρέμα, 205 στων Αιθιόπων τα χωριάπου των θεώνε σφάζουν άπειρα βόδιαεκεί κι' εγώ να φάω σφαχτό μαζί τους.

Ξέχασες πως είμαι φτωχοκόριτσο και ξένο, πως μ' έφεραν εδώ για να συντροφέβω την Ελένη, να κάθουμαι μαζί της; Έχουμε καιρό. Βλέπουμε κατόπι. Αν το πης, θα μας χωρίσουν και μου αρέσει τόσο να μιλής και να σε κοιτάζω! Ίσως πάλε φταίω γω που σ' άκουσα εκείνο το βράδυ, που αποκρίθηκα ναι. Τι να κάμω; Αχ! δεν ξέρεις· μου φαίνουνταν τόσο παράξενο! Δε φαντάζουμουν πως θα μ' αγαπήση κανένας.

Εδώ και ζωντανός αν είμαι θα κάθουμαι, κι αν πεθάνω θα κοίτουμαι». Δεν μπορέσανε μηδέ τότες οι βάρβαροι να χαλάσουν τη Μητρόπολή του, πλημμύρισαν όμως όλη την άλλη χώρα κι από πλούσια την αφήκαν παντέρημη. Το τέλος του Συνεσίου δεν το γνωρίζουμε, είνε όμως κατιτί να γνωρίζουμε πως έζησε κ' έπραξε τέτοιος Επίσκοπος τότε στα μεσηβρινά μας μέρη, καθώς στα βορεινότερα αναφάνηκε ο Χρυσόστομος.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν