Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Ο Δάφνης τότε δεν έβοσκε τα γίδια, παρά μπασμένος στο δάσος έκοφτε χλωρά κλαδόφυλλα για νάχη να δίνη στα γίδια θροφή το χειμώνα· κ' έτσι βλέποντας από ψηλά το διαγούμισμα εκρύφτηκε μέσα στην κουφάλα του κορμού ξερής οξιάς.
Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, 355 Με φωνή πολλή και χάρι. Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει, Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· 360 Στα ποδάρια του τ' αρπάζει· Στον αγέρα το σηκώνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, 365 Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο.
Σ' αυτόν τον κήπο μαζεύονται κάθε πρωί κοπάδια πουλιών, άλλα για να βρούνε θροφή κι άλλα για να κελαδήσουν· επειδή είναι πυκνοφυτεμένος κ' έχει ίσκιωμα και ποτίζεται από τρεις νερομάνες· αν βγάλη τινάς το φράχτη, θα νομίση πως βλέπει δάσος.
Εκεί παίρνεις το σκαλιστήρι, σκαλίζεις, και βρίσκεις τι λογής χώμα είναι αυτό που θρέφει το έθνος. Εδώ είναι άλλη η δουλειά μας. Εδώ να δούμε σαν τι καρπό μας βγάζει αυτό το δέντρο. Πόση θροφή έχει μέσα του, και πόση σαπίλλα. Ως την ώρα θαρρώ δεν την αξιωθήκαμε τη θροφή. Ο Θεός να μας φέρη και στα κλωνιά που καρποφορούν, και να μας γλυτώση από την πείνα.
Τ ζ ί ν τ ζ ι ρ α ς κ α ι Μ υ ρ μ ή γ κ ι. Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λιαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, 125 Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κ' η Χλόη οδηγούσε τα κοπάδια στην πηγή, αφίνοντας το Δάφνη να κόβη χλωρά φύλλα για θροφή των γιδιών ύστερ' από τη βοσκή.
Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει· Παράμερά τους βλέπουν Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι' ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή.
Κι όχι τότε μονάχα, παρά κι όσο εζούσανε, τον περισσότερο καιρό τον επερνούσανε σαν βοσκοί, λατρεύοντας τους θεούς, τις Νύμφες και τον Πάνα και τον Έρωτα, αποχτώντας παραπολλά κοπάδια πρόβατα και γίδια και νομίζοντας γλυκύτατη θροφή τα πωρικά και το γάλα. Μα και σε γίδα έβαλαν αρσενικό παιδί τους να βυζάξη και κοριτσάκι, που δευτερογεννήθηκε, τόκαμαν να πιή από μαστάρι προβατίνας.
Μα τον νεκρό αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη, άταφος έξω να ριχτή, θροφή των σκύλων, γιατί είναι χαλαστής της χώρας των Καδμείων, αν κάποιος από τους θεούς δεν του κρατούσε το δόρυ του, μα και νεκρός την αμαρτία των θεών θα ’χη της πατρίδας του, γιατ’ ήρθε με ξένο απ’ έξω στράτευμα, ατιμάζοντάς τους κ’ εκούρσευε τη χώρα του.
Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει· — Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν