Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
— Έπειτα: — Έπειτα θρήνος κ' αίματα· είπε η κόρη σέρνοντας ανάλαφρα το χέρι της απάνου στο κέντημα· δε βλέπεις; Αίματα και λαχτάρες απ' άκρη σ' άκρη. Μα η ψυχή του πρώτου μας διαβαίνει απάνου τους και τα στολίζει σαν αχτίνα στο μακελειό. Να κύτταξε... — Ένας Ιππότης! Φράγκος είνε, Ελπίδα; — Γι' Ατθίδα με πήρες που θα κεντήσω Φράγκους; Είνε Μορφόπουλος.
Μα σαν τους είδε, πόνεσε η μαρμαρόλαιμη Ήρα 350 κι' αμέσως λέει της Αθήνας διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, κόρη του Διός, Τι, πια δε θα νιαστούμε μια ακόμα καν στερνή φορά τους Αχαιούς που σβύνουν; Θάχουν θαρρώ άσκημα στερνά, και θαν τους συνεπάρει ανεμοζάλη ενός αντρός· μα αφτός πάρα λυσσάζει, 355 ο Έχτορας, γιατί έκανε έργο πολύ και θρήνος.»
Εκεί όπου έφθασεν, εθεώρει ήδη μακρόθεν τον ελαιόφυτον κάμπον όπου ην και το κτήμα του. Θρήνος και οδυρμός! Τα ταλαίπωρα δένδρα είχον καταθραυσθή.
««Ως η έλαφος επιποθεί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και η ψυχή μου εδίψησε προς σε, αδελφή μου . Θρήνος κατέλαβε με και ύδωρ ρέουσι τα βλέφαρά μου . Τα δάκρυα είναι η τροφή της ημέρας και των νυκτών μου ο ύπνος . Ο πεινών ονειρεύεται άρτους, καγώ σε είδον καθ’ ύπνους, Ιωάννα αλλ' εξύπνησα και δεν σε εύρον πλησίον μου. Αναβάς τότε τον όνον μου τον μαύρον ήλθον εις το σκήνωμά σου το άγιον.
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα Δάση το βράδυ εισπνέει Το τεθλιμμένον φύσημα Μεσηβρινόν και φαίνεται Θρήνος ανθρώπων· Εις τον ηρημωμένον Αιγιαλόν της νήσου Ούτω φέρνουν τα κύματα Και το παράπονόν τους Η Ωκεανίναι. Τα γαλακτώδη μέλη Των παρθένων της Χίου Πλέον εσύ δεν ραντίζεις Ω λαμπρόν του Αιγαίου Ιερόν ρεύμα.
Σταθείτε, ορέ, με θάρρος, τι εγώ σ' αφτόν θα βγω μπροστά τον άντρα, για να μάθω πιος είναι αφτός που μας νικάει κι' έκανε τόσο θρήνος, γιατί πολλών παλικαριών έφαγε εδώ το μάτι.» 425 Είπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, πήδηξε κι' όξω ο Πάτροκλος άμα αντικρύ τον είδε.
Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι.
Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι. — Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω; — Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι.... — Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι. — Τι είναι; — Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι. — Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό. — Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.
Και κάπου — κάπου φωνή τρεμάμενη, του λαού ίσως, ίσως του γεροντομπασμένου βασιλιά, θρήνος γίνεται και κράζει βοήθεια το βασιλόπουλο: — Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου· δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σαν βασιλιάς!...
— Πιο βαρύς. . . .Ψηλότερος απ' τα ψηλά δένδρα. — Ψηλότερος. — Το μαύρο σημάδι σαλεύει. — Αυτό είναι. Είναι η μαύρη πηγή του θρήνου. — Τόσο μικρό ; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Μια καρδιά είναι κρυμμένη στο μαύρο σημάδι. Για κύττα! Κάτι σέρνεται στο χώμα σαν φίδι. — Δεν είναι φίδι. Είναι μαλλιά. Τα μαλλιά σέρνονται στο χώμα. — Κάτι κτυπάει τη γη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν