Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Το σιτάρι ήτο όντως εύμορφον, μεγαλόκοκκον και χρυσόξανθον, σιτάρι της Αίνου, κ' εκίνησεν αμέσως την προσοχήν του ναυκλήρου, όστις εκόλλησε, θαρρείς, επάνω λαίμαργον το βλέμμα του. Ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε τα πραΰνεται τότε η ανήσυχος μορφή του. Η ψυχή του εγαληνίασε, και εις τους οφθαλμούς του τους θαμβούς έλαμψαν αίφνης αστραπαί παραμυθίας . . .
Τα κύματα, εξεγειρόμενα αλλεπάλληλα, επήρχοντο το έν μετά το άλλο κατά του μικρού λιμένος, τον όποιον πάραυτα εκ του πυθμένος συνετάραξαν, να τον αναποδογυρίσουν, θαρρείς, ως αναποδογυρίζει τηγανητής τας τηγανιζομένας μαρίδας. — Βοήθεια! ήρχισαν να κραυγάζουν τότε οι αλιείς, μη προφθάσαντες ν' ασφαλίσουν την τράταν των.
— Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.
Η Θωμαή, παραπέρα, γονατισμένη ενώπιον της εικόνος του Αγίου Γεωργίου, φέρουσα επ' ώμων το χρυσοΰφαντον ινδικόν σάλιον, το καινόν, με μίαν ολοκαίνουργον μανδήλαν, πολύτιμον λαχωρί, τα οποίον άπαξ μόνον μετά τον γάμον της εφόρεσε, μίαν Κυριακήν των Βαΐων, οπού επήγεν εις την εκκλησίαν να λάβη την βαρακωμένην βάγια της, εύχαρις, με το ωχρόλευκον πρόσωπόν της και τα μαύρα ακτινοβόλα μάτια της, ως μάρτυς αρχαία των ρωμαϊκών διωγμών, εις τας πρώτας στιγμάς της δόξης της, συνεπλήρου την δοξολογίαν της προς τον Τροπαιοφόρον Μεγαλομάρτυρα, όστις εικονισμένος ζωηρώς εκεί, θαρρείς κ' εσκίρτα από χαράν, διά το επιτευχθέν αγαθόν, ρωμαλέος επί του ίππου του, σχεδόν χρεμετίζοντος εξ ευχαριστήσεως.
Ένα τέτοιο σώμα πως θα το ξαπλώσουνε στο χώμα! 3η ΓΥΝΑΙΚΑ. Δημήτριε, αφέντη, άλλαξε σκοπό! ΕΚΑΤΟΝΤ. Σκασμός, γυναίκες.. Εγώ τον θάνατο τον αγαπώ. Μιλήσετε και για το χώμα; Αυτό δα πιότερο απ' όλα αγαπώ ακόμα. Ο Γιεχωβάς πήρε στη χούφτα του να το μαλάξη του κόσμου όλα τα ωραία για να φτειάξη. Χώμα είν' το ψωμί που με την άσπρη σάρκα μοιάζει, χώμα και το σταφύλι που θαρρείς αίμα να στάζη.
Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν από νωρίς εις τον σιδερόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού αραδιασμένα· οι παπάδες και άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να τον προσαπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ' εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο θα έλθη με την συνοδεία του Δεσπότη.
Τέτοια όμως μακρινή και φουρτουνιασμένη βασιλεία πάντα σε κάμνει και θαρρείς πως κάθε της περιστατικό, και μάλιστα λυπητερό, είτανε σα γραμμένο της. Το θλιβερό ιστορικό που μας έρχεται στ' αλήθεια σα μαυρίλα στην ιστορία του Ιουστινιανού είναι τα κακά στερνά του Βελισάριου.
— Με τα σωστά σου; — Αμμή;... — Λοιπόν την έχεις απ' αγάπη; — Τι θαρρείς; — Είσαι λοιπόν ερωτευμένος με το βαρειό και με τη βρεχτούρα! — Χωρίς άλλο. Καθένας την τέχνη του πρέπει να την τιμά, και ας είνε και ταπεινή. — Δεν λέγω. Έχεις πολύ δίκαιον. — Τότε τι; — Αλλά χωρίς να παύση να την τιμά, ειμπορεί να την αφήση εις τα γηρατειά, διά ν' αναπαυθή.
Ο δήμαρχος με την απροσδόκητον αυτήν ιδέαν του θαρρείς και τον εξεσκέπασε τον κυρ-Μανωλάκην, όστις έστιλβεν από κεφαλής μέχρι ποδών εξ ευχαριστήσεως. Από κάτω από το τραχύ εκείνο καποτάκι ήτο και αυτός γεμάτος φιλαρχίαν και φιλοδοξίαν. Ήθελε μόνον ανεξόδως ν' αποκτήση την αρχήν.
Κι' όταν οι διο ζυγώσανε με τ' άρματα στο χέρι, πρώτα άρχισε ο πλουμόκρανος γιος του Πριάμου κι' είπε «Γιε του Πηλιά, πια μη θαρρείς σαν πριν πως θα με σκιάξεις 250 πούτρεξα κύκλω τρεις φορές, κι' όταν με τ' όπλο ορμούσες να σε προσμείνω δείλιασα· μα να σταθώ η καρδιά μου τώρα μου λέει, να μετρηθώ μαζί σου, ή σφάξω ή σφάξεις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν