Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Το πρυμναίον εφωτίσθη από παράδοξον αστραπήν, θαρρείς, από της οργής την αστραπήν την πρασινογάλαζον, και είδε τα περί αυτόν όλα πράσινα ο καπετάν- Φώκας. Και το πρόσωπόν του το είδε πράσινον εις τον καθρέπτην.

Για μένα δε σου προσπέφτω, μη θαρρείς, να μείνεις· έχω κι' άλλους εδώ βοηθούς μου, μάλιστα το βαθυγνώστη Δία. 175 Απ' όλους πιο σε μάχουμαι τους αρχηγούς εσένα, τι πάντα θες λογοτριβές, θες φόνους και πολέμους.

Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ. Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω. Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά.

Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαιτον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.

«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια, το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον 350 τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη. και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα, και αλεύριατα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης, να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. 355 και γνώριζέ τα μόνη σου• και όλα μαζή να τα 'χης, ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα. ότι θα πάωτην Σπάρτη εγώ καιτην αμμώδη Πύλο, ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». 360

Η σκούνα, παλαίουσα, σκιρτά μετά ρώμης επί των κυμάτων, αντιπαρερχομένη, αναβαίνουσα, καταβαίνουσα, υψούσα τεραστίως την πρώραν της, στάζουσαν από του ιδρώτος, θαρρείς, με το μπαστούνι της προτεταμένον ως δόρυ μέγα, βριθύ, Αθηναίης δόρυ, ενώ η πρύμνη της, με τα υψηλά δρύφακτα, κατέρχεται προς τον ανοιγόμενον πόντον, βαρεία, να ταφή, νομίζεις, εκεί, εις λάκκον απρόσιτον, ανοιγέντα ένθεν κ' ένθεν.

Η σύζυγος εξετινάχθη έντρομος εις τα κάθισμά της, κ' έβλεπεν από την ημίκλειστον θύραν τον καπετάν Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, υψηλότερον παρ' ό,τι ήτο, φοβερόν, θηριώδη, τιτάνα. Το βλέμμα του φωτιαίς πετούσε. Θαρρείς και ήτο επί της αιπεινής πρύμνης της μεγάλης του σκούνας, εν ώρα εσχάτη θυέλλης και καταποντισμού. — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα! Επαναλαμβάνει πάλιν ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.

Θαρρείς και ανήλθες εις κυανούν της Μεσογείου θαλασσοπέδιον, υψηλά, προς τας κρυεράς αύρας, προς τα ολόδροσα μελτέμια. Η σκούνα, με όλα τα πανιά, χαριέντως κλίνουσα προς την μίαν πλευράν, ως επί κυανής κλίνης με το πλευρόν νύμφη, λοξοδρομούσα, προσεγγίζει οτέ μεν προς την Θράκην, οτέ δε προς την Ανατολήν. Ο Μαρμαράς, κατάξηρος, με τα λατομεία του και με τους κολιούς του τους μαρμαρινούς.

Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκειά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στάλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμπουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι.

Εγώ, παιδί μου, είπε με ημερώτερο τρόπο, δε σου τώπα για το κακό σου. Ποιος άλλος σαγαπά καλλίτερα 'πό μένα που σ' εγέννησα και σενέθρεψα; Σούπα να μη πιαίνης στσ' αρρωσταράς, γιατί 'χει κακό και κολλητικό πάθος· κιάνεν πάθης ο Θεός να σε βλέπηποιος θα καή παρά η μάνα σου; Μα αν, πρέπει, θαρρείς πως θέλω το κακό σου κιό,τι σου λέω να μην το κάνης το κάνεις στο πεισματικό μου.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν