Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μ' αυτά κι' αυτά, βρε Φασουλή, θα χάσης το μυαλό σου, και τους Καντίους μούντζωσε, αν θέλης το καλό σου. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κι' αν τους μουντζώσω, Μεφιστό, κι' αν τους ξεφορτωθώ θαρρείς με το ξεφόρτωμα πως θα ελαφρωθώ; και μόνος μου χωρίς αυτούς θα μουρμουρίζω πάλιν. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Καθώς ο Φάουστ 'στής ζωής αφήσου την κραιπάλην.
Και ενώ επροχώρει παραπαίων εμουρμούριζε: — Στο χέρι σου θαρρείς πως είνε να μη θες; ... θες και δε θες ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Τότε σε κλέφτω, σε παίρνω με το ζόρε. Ποιος θαρρείς πως είμ' εγώ; ... Εγώ τάβαλα με τσ' Αρναούτες και το Μουντίρη ... Δε φοβούμαι κιανένα ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Απόψε τελειόνουνε τα πεισματικά.
Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε. Ευγήκε στην εξοχή.
Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος. Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν. Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.
Μα πες κι' εσύ το τι θαρρείς, σαν πώς σ'το λέει ο νους σου; Τι εμένα ακράτητη η καρδιά μού λαχταράει να σύρω πέρα στα πλοία ως στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο.»
Αίφνης όμως ησθάνθη εις τας χείρας της την μαγευμένην άτρακτον, παλαιόν δώρον της μητρός της, την οποίαν εν τη σπουδή της είχε λάβει μαζί· και οι οφθαλμοί της ανέλαμψαν θριαμβευτικώς· τυχηρό κι' αυτό· θαρρείς και ήτο φώτισις Θεού!. . . — Ξακληριές και μαυρίλες! εψιθύρισε μετά θυμού. Και σταθείσα περιέστρεψεν εις χείρας την άτρακτον και την έρριψεν είτα μεθ' όλης της δυνάμεως της.
Το πείσμα μούδωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκειά της φωνή τραγούδησε για μένα: Θαρρείς πως είμ' εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου; Σαν του μεγάλου καίουνται μέσα τα σωθικά μου. Κιόταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε.
Ο έρως είναι ελεύτερος, Ποτέ σου δεν μπορείς Να τον κρατήσης σκλάβο σου, Του κάκου το θαρρείς. Μη τον παντέχεις λαίμαργο 'Σ του Κροίσου τα καλά. Ή 'πής του μέγα Αλέξανδρου Ο θρόνος τον γελά. Τον διόχνει η σκυθρωπότητα, Το άγριο τον φοβάει· Ευγένια, και αξίωμα Αυτόν δεν τον τραβάει. Κι' αυτόν τον τυραγνάς· Και κράζεις υστερώτερα Τον έρωτα σκληρό, Αντίς να κράξης άτυχον Αυτό σου τον καιρό.
Προς στιγμήν μετεμορφώθη εις πάγκαλον ανθοδοχείον, μέγα, φοινικικόν, και τέλος από μέσα από την ακατανόητον αυτήν σύγχυσιν του φωτός, σύγχυσιν εις πράγματα και σύγχυσιν εις σχήματα, αναθρώσκει ο ήλιος, ως νυμφίος από του παστού, ακτινοβολών, φωτίζων, ζωογονών, και λύνων το παν, όπερ ελούσθη πλέον, θαρρείς, περιεβλήθη το αιώνιον φωτεινόν ιμάτιόν του, ζη.
Η δε εξεγερθείσα φαντασία της εκ της θαυμαστής διηγήσεως συνεπλήρωσεν, εκεί εμπρός της, ολόκληρον το σμάλτινον εγκόλπιον του αρχιερέως, του φανέντος καθ' ύπνους εις τον άνδρα της, και ήτο η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου, της εφάνη, η χρυσή του εγκολπίου άλυσις, η οποία εβάσταζεν αυτό, όλον απαστράπτον, με τον Τροπαιοφόρον επάνω του, ολόφωτον άγιον εγκόλπιον, βασταζόμενον εκεί, θαρρείς, υπό αοράτου αγγέλου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν