Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Η λεία του πόντου επιφάνεια, ρυτιδουμένη, σχηματίζει μικρά κυματάκια, τα οποία παίζουν εν τη σκοτεινή εκτάσει κυνηγούμενα, και κυνηγούνται παίζοντα, και τρέχουν, και θορυβούν, και γελούν, θαρρείς, προσκρούοντα επί της πρώρας, ελαφρά, ως δεματάκια εκ βάμβακος.

Έν κοιλόν χρήματα το καθέν, απεκρίνετο εκείνος. — Τρελός είσαι; του έλεγαν. Μη θαρρείς ότι έχομεν τα χρήματα με το κοιλόν; Αλλ' εκείνος εφώναζε: «Δέρματα! δέρματακαι απεκρίνετο τα ίδια εις όσους τον ερωτούσαν, πόσον τα πωλεί.

Περπατούμε βαρύκαρδοι και συλλογισμένοι μέσα στο μεγάλο το δρόμο που πηγαινόρχουνται χιλιάδες και χιλιάδες. Ο δρόμος είναι γεμάτος, κι ως τόσο θαρρείς πως βρίσκεσαι σ' ερημιά. Κοίταξέ την αυτή την ξανθομαλλού με το φανταχτερό το καπέλλο. Σταματά τ' αμαξάκι της κοντά στην καρότσα του μαυριδερού αυτουνού τσελεμπή, που τη βλέπει και πάει να τα χάση.

Τότε, ως απαντώσα εις παλαιάς του Γιωργάκη ερωτήσεις, χθεσινάς και προχθεσινάς, έλεγε, μ' ένα πένθιμον όμως πάντοτε μειδίαμα, μειδίαμα φεύγοντος, αποχαιρετισμόν, θαρρείς, θλιβερόν προς την ζωήν και τον κόσμον: Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω. Σαν τ' αποπλέξω, σε κουβεντιάζω.

Ήναπτε με την φλόγα της καρδίας της και τους δύο οφθαλμούς της, τους μαύρους ως δύο ρώγαις μαυροκουρούνας, και τότε θερμά δάκρυα, τα δάκρυά της, ερράντιζον το ψηφιδωτόν του ναΐσκου έδαφος, όστις ολοκαίνουργος και απαστράπτων συνετηρείτο εις την εσχατιάν εκείνην του χωρίου, θαρρείς κ' εκτίσθη προς παραμυθίαν της, να δέχηται, σιωπηλός εκεί, τ' αγνά της Θωμαής ολοκαυτώματα.

Αντίκρυ του τ' αμπέλια, νωποτρύγητα, και στ' αριστερά του τα γελαστά περιβόλια, γεμάτα ωμορφιά και χάρι, εξετύλυγαν, σε μεγάλη έκτασι, καταπράσινα χαλιά, περιφραγμένα από τοίχους ξεροτρόχαλους και μόνο πως τον γλυκύτατο, αμίμητο χρωματισμό, πού και πού, θαρρείς, εκηλίδωνε, θερισμένο ή χέρσο χωράφι, γεμάτο αγκάθια και ξερόχορτα, σαν που αμαυρώνουν, εδώ και εκεί, σταχτόμαυρα συννεφάκια, του καθάριου ουρανού το καταγάλαζο χρώμα.

Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους 1150 Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέγ, τα σημαδεύουν. Κι' αφορμής σηχνά το κάνουν, Και αυτά κακό δε βάνουν. Αμ εγώ, κυρ Γάιδαρε μου 1155 Που δεν έμαθα ποτέ μου Από όλ' αυτά κανένα, Τι καλό θωρώ για μένα;

Θαρρείς και η ψυχρά θέα της χιόνος, ην με τόσην περιπάθειαν έβλεπε προ μικρού, εζωντάνευσε μυστηριωδώς, και κρυσταλλωμένη τον ερράπισε τον δυστυχή φιλάργυρον. — Έρμαις εληαίς! εψιθύρισε. Τέλος πάντων ο άνθρωπος ποτέ δεν απομένει ευχαριστημένος εις αυτόν τον παληόκοσμον! Κερδίζομεν από την μια μεριά τα έξοδα του φούρνου, χάνομεν από την άλλη τα δέντρα κ' έχουν μαξούλι ακόμη. Έρμαις εληαίς!

Τι άλλο, θαρρείς, να είνε, παρά τιμή και σέβας και δοξολογία και ό,τι εγώ ακριβώς ανωτέρω είπα, πράγμα θεάρεστον, με το οποίον επιζητούμεν να αποκτήσωμεν την εύνοιαν αυτών; Σωκράτης. Ώστε, ω Ευθύφρον, το ευσεβές είνε εν πράγμα θεάρεστον, με το οποίον αποκτά κανείς την εύνοιαν των θεών, δεν είνε δε ωφέλιμον εις τους θεούς ούτε προσφιλές εις αυτούς; Ευθύφρων.

Κι' ο Έχτορας τον αδερφό σαν είδε που κρατώντας στα χέρια τ' άντερα έγερνε να πέσει, εφτύς σα ζάλη 420 τα μάτια του συγνέφιασε, και πια απ' τη μάχη αλάργα δεν τον βαστάς ν' αργογυρνάει, μον το βαρύ κοντάρι σιώντας στον Αχιλέα ομπρός, χοιμάει θαρρείς σα φλόγα.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν