Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουλίου 2025
Ε, πόθεν έρχεσαι, ω Κουλούφ, του είπεν ο Βασιλεύς, ευθύς που τον είδε· τι εγίνηκες εχθές, και δεν εφάνης καθόλου προς εμένα; Αυθέντα, του απεκρίθη ο Κουλούφ, οπόταν η βασιλεία σου θέλει μάθει τα όσα μου εσυνέβηκαν, θέλει με συμπαθήσει που δεν ήλθα· και τον ίδιον καιρόν του εδιηγήθη τα όσα του ηκολούθησαν· είναι αδύνατον, του είπεν ο Βασιλεύς, τούτη η Κυρά να είναι τόσον ωραία, καθώς μου διηγάσαι· εσύ μου μιλείς με τόσην ζωντανωσύνην, που με κάνει να μην το πιστεύω.
Ναι γιατρέ. Αν σου πω πως δεν την αγαπώ αυτή τη γυναίκα ακόμα, θα με κολάση ο Θεός. ΜΙΣΤΡΑΣ — Πάρτηνε, μάτια μου, λοιπόν να μη σε κολάση. ΦΛΕΡΗΣ — Μην αστειεύεσαι γιατρέ. Δεν πρόκειται γι' αυτό. Τώρα όλα τέλειωσαν μεταξύ μας. Το σχέδιο της ζωής μου το ξέρεις. Η Μοίρα μούφερε μπροστά μου τη Βέρα. Εχθές το βράδυ ξαναδέσαμε τη παλιά μας γνωριμία. Μία ιδανικώτερη αγάπη με κυβερνάει τώρα.
Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Πες μου, Λέλα μου. ΛΕΛΑ — Το εμπόδιο δεν ήτανε η κόρη του. Η ταραχή του δεν ήταν η κόρη του. Τα έμαθα όλα χθες το βράδυ. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τι; ΛΕΛΑ — Το ταξείδι του στα λουτρά ήτανε για να συναντήση μια παλιά του ερωμένη. Εχθές όλο το βράδυ ήτανε μαζή της. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τον ξαναείδες από εχθές. ΛΕΛΑ — Όχι. Τούγραψα όμως σήμερα το πρωί. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τα παράπονά σου;
Εγώ ως εσηκώθηκα και υπήγα διά να ανοίξω, βλέπω τον Αναΐππην του Κατή που έφερνεν ένα μέγαν μποχτζέ με φορέματα, τα οποία βλέποντάς τα εστοχάσθηκα ότι ο Κατής μου τα έστελνε διά δώρον· μα έμεινα γελασμένος· Αυθέντη ξένε, μου λέγει ευθύς που με είδεν ο Αναΐππης, περιγελαστικώ τω τρόπω· ο Κατής σε χαιρετά, και σε παρακαλεί να επιστρέψετε τα φορέματα και το φακιόλι που εχθές σε εδάνεισε διά να παρουσιασθής ως υιός του Βασιλέως της Βάρσας, και μου έδωσε να σου επιστρέψω και εγώ τα παλαιά σου φορέματα που εβαστούσες.
Ας είνε, εσύ θέλεις να αποσκεπασθής, απεκρίθη η Δηλαρά γελώντας· εγώ ενθυμούμαι ότι εχθές μου ωμίλησες με ένα τρόπον που σε έδειχνε πολλά φερμένον προς αυτήν και πως κάποιες φορές απερνάτε τον καιρόν με αυτήν χωρίς να το ηξεύρη ο βασιλεύς.
Ο Καπετάν-Πρέκας, βράδυ-βράδυ, έφυγε απ' το σπίτι του — όπως είπε μια ψυχοπαίδα, που είχανε στο σπίτι — παίρνοντας μαζί του το αρμίδι του και τα δολώματά του να πάη να ψαρέψη κάτω στο μώλο, καθώς έκανε χρόνια τώρα. — Απ' τη μέρα, που συχωρέθηκε η ψυχομάννα, πάνε τρεις μέρες τώρα — είπε η κοπέλλα — δεν είχε βγη από το σπίτι. Εχθές είπε πως στενοχωρήθηκε μέσα στο σπίτι κ' έφυγε.
Αυθέντη, του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να ειπή ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο Αμπουλβάρης.
Κυττάζοντας εχθές τα ονόματα των ξένων στην είσοδο του άλλου ξενοδοχείου αντίκρυσα άξαφνα τόνομά της. Φαντάζεσαι την ταραχή μου . . . ΜΙΣΤΡΑΣ — Ένας λόγος νάφευγες το ταχύτερο. . . . ΦΛΕΡΗΣ — Α! όχι. Δεν μπόρεσα, γιατρέ. Όλη η περασμένη μου ζωή ξανάζησε μπροστά μου. Το χέρι μιας Μοίρας μου φάνηκε πως ανάστησε μπροστά μου έναν πεθαμένο κόσμο. Ένα χέρι μυστικό με κάρφωσε στη θέση μου.
Εκείνος ο Κριτής έμεινε διά καμπόσον χωρίς να μιλήση· έπειτα με χαροποιόν πρόσωπον μου λέγει· νέε ξένε, δεν στέκεται παρά εις εσένα το να αποκτήσης την Κυράν που εχθές είδες· εκείνη χωρίς αμφιβολίαν είνε θυγατέρα του Μουφάκ, και όσον και αν ήθελες είσαι από τους πλέον χυδαίους ανθρώπους, εγώ θέλω σε κάμει να φθάσης να πληρώσης την επιθυμίαν σου· άφησε να κάμω εγώ και θέλω πασχίσει διά το όφελός σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν