Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι. Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ξέρεις. . . σαν γίνεται με βια, περσότερο κουράζει. ΧΡΕΜΗΣ Χεμ! δίκηο έχεις• μ' αν κι' αυτό η πόλις το εγκρίνη, οι άνδρες θα το κάνουνε και έτσι, τι να γίνη! Έλεγαν οι πατέρες μας μια σοφωτάτη γνώμη: πως και η σκέψεις η κουτές, κ' η πειό ζουρλές ακόμη όπου θα κόψη το μυαλό, μπορούν κι' αυτές κάμμιά φορά να βγουν και σε καλό.
Ως προς τας άλλας πόλεις, έλεγαν ότι θα ήσαν ασυγχώρητοι, εάν δεν έκαμναν τας αυτάς θυσίας και μάλιστα μεγαλυτέρας προς ίδιον των συμφέρον, αυταί που πριν αποστατήσουν, τόσα πολλά εδαπανούσαν υπέρ των Αθηναίων.
Αλλ' έως ου δυνηθώσι και αυταί να εργάζονται, ειργάζετο μόνη η γραία. Ήτο τεσσαράκοντα ετών τότε. Εξενοδούλευε και εξενόπλυνε και εξενόφαινεν η πτωχή. Αλλ' ήτο ευχαριστημένη, διότι οι κόποι της δεν εγίνοντο ματαίως. Και αι δύο ως προς μεν την γνώμην ήσαν όμοιαι προς αυτήν, αγαθαί, φιλεργοί και φιλόπονοι. — Πώς υποφέρουν μερικές με σταυρωμένα τα χέρια; έλεγαν πολλάκις ενώ ειργάζοντο.
Έλεγαν δε προς αλλήλους: «Θυμάσαι, καρδάσ', τούτο; θυμάσαι, γιολδάσ', αυτό;» Όταν είνε τις με τον άριστον φίλον του εις ωραίαν εξοχήν, συμπαραστατούσης και φλάσκας με μοσχάτον, λησμονεί τα πάντα, και οι δύο άνδρες ουδ' υπώπτευον ότι τους έβλεπέ τις, όπερ άλλως τους ήτο αδιάφορον.
« 'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά » Βογγούσαν 'σάν να λέγαν: » — Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός, » Ο φίλος σου, ο λατρευτός — » Και τα πουλιά να κλαίγαν.» « Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα, » Και να 'μοιρολογάνε· » — 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά, » Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά, » Αντί να κελαϋδάνε.»
Άρχισε να βαραίνη τώρα ολόγυρα η λύπη που τη σέρνει πίσω του το κάθε γλέντι, η κάθε δυνατή χαρά Ο ήλιος έκατσε, δεν πάμε να κάτσωμε κ’ εμείς σε κανένα ζαχαροπλαστείο; ξεροστάλιασα στα πόδια μου! είπε ο «χοντρέλης» που τον έλεγαν Περικλή κ’ ήτονε μαραγκός.
Άλλοι έλεγαν ότι τον απαντούσαν μες τα βαθιά μεσάνυχτα τις νύχτες, να περιπολέβη κάτω από το μεγάλον πλάτανο στη βρύση του χωριού, ντυμένος παπαδίστικα. Άλλοι έλεγαν ότι ελημέριαζε στα αθώρητα και μυστικά κελιά της Άγια Πελαγίας, που τόνε κρύβει ο Πάτερ-Παΐσιος ο ηγούμενος στα βάθη του μοναστηριού.
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα, εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. 385 και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος, ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει, και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. 390 και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα, εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε· «Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον· απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας 395 θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε».
Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα και αγκάλιαζα όχι μόνον τους συγγενείς αλλά και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι εφαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη επίστευα πως μ' εχαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς ώρισες, καλώς ώρισες! Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκηο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν