Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Αυγούστου 2024


Άλλος θεατής της απομακρυνομένης λέμβου, εκτός της Νειόνυφης, δεν ήτο ειμή η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι. Ευθύς μετ' ολίγον ο Πάπος, φαγκρίζων και γελών ως προσωπίς αποκρηάτικη, κάτισχνος, μελαμψός και ηλιοψημένος, ήλθε πλησίον εκεί, άμα η λέμβος εμακρύνθη ως πενήντα οργυιές, κ' εκύτταζε τους ναυβάτας, Καθ' ην στιγμήν άφηναν τα κουπιά και ητοιμάζοντο να κάμουν πανιά προς το πέλαγος.

Περιέβαλε με τα χέρια του την Έμμορφη, εκύτταζε μέσα εις τα παραδόξως διαυγή μάτια της· το βλέμμα αυτό ένα δευτερόλεπτον μόνον διήρκεσε και εις το δευτερόλεπτον αυτό, ναι, ποιος ημπορεί να το εξηγήση, με λόγια να το παραστήση; Η ζωή του Πνεύματος ήτο ή του Θανάτου εκείνο που τον κατέκλυζε; ανυψούτο αυτός ή εβυθίζετο μέσα εις την βαθείαν, νεκρώνουσαν παγεράν φάραγγα βαθύτερα, διαρκώς βαθύτερα; εκύτταζε τους παγετώδεις τοίχους, που ήσαν σαν κυανοπράσινο γυαλί· άπειρα βάραθρα έχαινον γύρω του και το νερό κατέσταζε κελαρύζον με ήχον σαν κουδούνισμα, και διαυγές, καταλάμπον σαν μαργαριτάρια με λευκοκυάνους μαρμαρυγάς . . . &Η Νεράιδα του Πάγου τον εφίλησε& φίλημα, που τον έκαμε να φρικά παγεράν φρικίασιν από του τραχήλου μέχρι του μετώπου· κραυγή άλγους του διέφυγε, παρέλυσε, εκλονίσθη καιέγινε νύκτα μπρος εις τα μάτια του . . . αλλά τα άνοιξε πάλιν.

Ο Ρούντυ εκύτταζε κάτω μέσα εις τα νερά· έν και μόνον βλέμμα και του εφάνη σαν να έβλεπε χρυσό δακτυλίδι να κυλίεται, να λάμπη, να σπινθηροβολή και να παίζη· του ήλθεν εις τον νουν του ο αρραβών του, και το δαχτυλίδι εγίνετο μεγαλύτερον, ηυρύνθη εις σπινθηροβολούντα κύκλον και μέσα εις αυτόν έλαμπεν ο διαυγής Παγών.

Ο Ρούντυ είχεν ακούσει να ομιλούν γι' αυτά, όταν αυτός τότε που ήτο ακόμη παιδί, διενυκτέρευσε εδώ επάνω εις τα βουνά, που τα περιώδευσε. Το χιόνι έπιπτε πυκνότερα, τα σύννεφα ήσαν κάτω απ' αυτόν· εκύτταζε πίσω, δεν έβλεπε πλέον κανένα, αλλά αντελήφθη γέλωτας και λαρυγγισμούς και ο ήχος των δεν έμοιαζε να βγαίνη από στήθος ανθρώπου.

Η Καλεκάρη, που εκάθονταν απέναντί μου εις το τραπέζι, με εκύτταζε συνεχώς χαμογελώντας, και εφαίνονταν να εσυμπαθούσεν εκείνην την αυθάδειαν που της έδειξα εις τον κήπο. Εγώ από το μέρος μου κάθε ολίγον έρριχνα τους οφθαλμούς μου επάνω της, μα τους εχαμήλωνα οπόταν έβλεπα που αυτή με εκύτταζεν.

Εκείνη εις την πρύμνην καθημένη, εδέχετο κατ' όψιν το ωχρόν φως της σελήνης, το οποίον επέχριεν ως με αργυράν κόνιν τους αβρούς χαρακτήρας του ωραίου προσώπου της. Ο νέος την εκύτταζε δειλώς. Δεν ήτο ναύτης, αλλ' είξευρε να κωπηλατή, ως ανατραφείς πλησίον του κύματος.

Τώρα βλέπει τον εαυτόν της μόνον εις τον σιδηρούν αιώνα, και δεν θα την εκύτταζε κανείς, αν η ανεψιά της δεν ήτο τόσον αξιαγάπητη. 8 Ιανουαρίου 1772. Τι άνθρωποι είναι εκείνοι που ολόκληρη η ψυχή τους βασανίζεται εις τους τύπους, που αι σκέψεις των και αι επιθυμίαι των εις τούτο τείνουν επί πολλά έτη, πώς να χωθούν στο τραπέζι σε μια θέσι, παραπάνω!

Ο ιερεύς, βοηθούμενος από τον μπάρμπ’-Αναγνώστην τον Παρθένην, είχε ψάλει την μικράν παράκλησιν εμπρός εις την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Ο Περηφανάκιας έλεγε·Να σας ορίσου, βρε πηδιά, πουτέ μ' δεν είδια τέτοιου πράμμα, απ' λέει ου λόους. Κακή δ'λειά, να σας πω, βρε πηδιά! Ο Αγκούτσας εκύτταζε μετά πόθου την Στέρφαν. — Άξιζεν, άξιζεν, είπε μέσα του· θα τ'νε ξεφαντώναμε μια χαρά!

Έπειτα εγώ έκλαια, αυτός δε εγέλα και εξακολουθούσε να μιλά εις τ' αυτί της Θαΐδος, εναντίον μου βέβαια, και η Θαΐς εχαμογέλα και μ' εκύτταζε. Όταν δε ήκουσαν ότι ήρχετο ο Λαμπρίας και εχόρτασαν από φιλιά, εχωρίσθηκαν• εγώ δε, αν και λυπημένη, εκάθησα δίπλα του διά να μη έχη προφάσεις να με κατηγορή έπειτα.

Επόνουν πόνον δριμύν και φλογερόν εις την κνήμην. Δύο άνδρες εξήταζον την πληγήν μου. Όρθιος άνωθέν μου ο καπετάνιος με εκύτταζε σιωπηλός, και γύρω εις κύκλον συνεσφίγγοντο οι στρατιώται του. — Ο Μίρτος; ηρώτησα. — Τους εδιώξαμεν, είπεν ο αρχηγός, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησίν μου. Τώρα, εξηκολούθησε, κύτταξε να γείνης καλά, διά να μη έχω λόγια με τον θείον σου.

Λέξη Της Ημέρας

αναδεικνύουν

Άλλοι Ψάχνουν