United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τριστάνε, είπε ο αρχικυνηγός, ο Θεός ν' ανταμείψη τον πατέρα σου που σανάστησε τόσο ευγενικά. Χωρίς άλλο, θάναι κάποιος βαρώνος πλούσιος και δυνατός; Αλλά ο Τριστάνος που ήξερε να μιλάη καλά και να σωπαίνη καλλίτερα, απάντησε με πονηρία. «Όχι, Άρχοντα, ο πατέρας μου είναι έμπορος.

Δέσποτα, είπε με βαθείαν κατάνυξιν, βάλε πυρ εις την Ρώμην και εις το σύμπαν, εν τη λύπη σου, αλλά διατήρησον δι' ημάς την φωνήν σου! Οι παρεστώτες έμειναν εμβρόντητοι. Και ο ίδιος ο Νέρων εξεπλάγη. Μόνος ο Πετρώνιος έμεινεν απαθής.

Αν δεν το κάμης, στρώσε μου την νυμφικήν μου κλίνην ‘ς το μνήμα, όπου από χθες κοιμάται ο Τυβάλτης. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν έχω λέξιν να ειπώ και ομιλείς του κάκου. Να κάμης όπως αγαπάς· 'τελείωσα μαζή σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θεέ μου! — Παραμάνα μου, ειπέ μου, πώς να γείνη; Είναι ο άνδρας μου ‘ς την γην, κ' οι όρκοι μου επάνω ‘ς τους ουρανούς.

Ώστε κ’ αυτή να αισθανθή τι σπαραγμός και πόνος είναι τ' αχάριστον παιδί· πώς την καρδιάν ξεσχίζει από το δόντι του φιδιού πλέον σκληρά... Να φύγω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Μα τους θεούς που προσκυνώ, τι έπαθε; Ειπέ μου! ΓΟΝΕΡ. Εις μάτην βασανίζεσαι την αφορμήν να μάθης. Ας ξεθυμάνη ως εκεί 'που ημπορεί να 'πάγη το ξαναμώραμά του. Πώς! Διά μιας πενήντα από τους ακολούθους μου, — εις δύο εβδομάδας;

Μην κυττάς που ψευτίζουμε με τον καιρό. Φεύγουμε από τη μάννα και πάμε στην παραμάννα γι' αυτό. Δόξα σοι ο Θεός, εγώ δεν τόπαθα τέτοιο κακό. Έμεινα πάντα στον κόρφο της μάννας μου. — Αλήθεια· δόξα σοι ο Θεός! είπε ο Δημητράκης με λύπη. Μα εγώ δε μπορώ να το καυχηθώ για τον εαυτό μου. Εγώ έφυγα έφυγα κ' είνε ζήτημα αν θα μπορέσω να την ξαναυρώ. Για τούτο τώρα δε μπορώ να νοιώσω το κέντημά σου.

Ας είνε ωστόσο· αφού το θέλετε, ψάξτε, σκάβετε, σκάβετε· κάτι θα βρήτε· ή κόκκαλα, ή κοχύλια, ή λαλαρίδια. — Είπε, κ' επήρε δρόμον κατά το ρέμμα. Ημείς εμαζέψαμεν τα σύνεργά μας κ' επήραμεν τον ανήφορον, επιστρέφοντες εις το χωρίον.

Καλά ντε, καλά, μη βρίζης κι όλας, είπε η γριά αρχίζοντας ν' αγριεύη, καλά ντε, που μας κουβαληθήκατε πάλι για κωλόκουρο, πεντοφραγκάδες, που για ένα τάλληρο, για τα σύλληπτρα γίνεστε θερία ανήμερα..... Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, έβγαζε αφρούς απ' το στόμα. — Σκάσε, παλιόγρια, μη σ' ανοίξω σαν πετάλι, το σταυρό σου!....

Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε. — Άφσε με, μαννίτσα ... είπε ανυπόμονα. — Ναι· σ' αφίνω ... εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Τότε ο μάγειρος παστρεύοντάς τα τά έβαλεν εις το τηγάνι ωσάν τα πρώτα, και όταν τα εγύρισεν από το άλλο μέρος, ιδού ακούεται μία βροντή εις τον τοίχον, ανοίγει ο τοίχος και βγαίνει εκείνη η ίδια ωραιοτάτη κόρη παρομοίως στολισμένη, και με την βέργαν εις το χέρι της εκτύπησεν ένα με την βέργαν, και είπε τα ίδια λόγια που είπε πρωτύτερα, ομοίως και τα ψάρια απεκρίθησαν τα ίδια· έπειτα με την βέργαν της αναποδογύρισε το τηγάνι, και έπεσαν τα ψάρια εις την χόβολην και αυτή εγύρισεν εις τον ίδιον τόπον από όπου βγήκεν.

Μόνον τούτο τον ήκουσα να λέγη, ότι ήθελε να επιθέση χρυσούν στέφανον εις τον χρυσούν βίον του• διότι έπρεπεν ο ζήσας όπως ο Ηρακλής και ν' αποθάνη όπως ο Ηρακλής και ν' αναμιχθή με τον αιθέρα. Θέλω δε, είπε, και να ωφελήσω τους ανθρώπους, δεικνύων εις αυτούς πώς πρέπει να περιφρονούν τον θάνατον, και νομίζω ότι πρέπει όλοι οι άνθρωποι να μου χρησιμεύσουν ως Φιλοκτήται.