Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
— Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα. Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό.
Ιδού πώς συνέβη το κακόν. Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε. — Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;
Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξυνόγαλα κ' έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν· — Δεν πας, καϋμένε, Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια στο ρέμμα μέσα; Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ' έφευγε.
Έπειτα από το κάθισμα αυτών, εκάθισαν και οι άλλοι, καθένας εις τον τόπον του με τα κεφάλια σκυπτά, έξω από τον Καλάφ που εγύριζεν εις κάθε μέρος το βλέμμα του χωρίς κανένα φόβον, και το περισσότερον προς την βασιλοπούλαν, στοχαζόμενος το μεγαλοπρεπέστατόν της φέρσιμον.
Ο μεγάλος Κλώσος άφησε τον σάκκον εις την θύραν της εκκλησίας, και υπήγε μέσα. Ο δε μικρός Κλώσος ανεστέναζε και εγύριζεν απ’ εδώ και απ’ εκεί, αλλά δεν ημπορούσε να λύση τον σάκκον. Εκεί ήρχετο ένας γέρων βοσκός ασπρομάλλης με ραβδί εις το χέρι, και είχεν εμπρός του ένα σωρόν πρόβατα, τα οποία έσπρωξαν τον σάκκον, και εκύλισαν τον μικρόν Κλώσον κατά γης.
Και όταν έμαθεν ότι ο βασιλεύς αδελφός του εγύριζεν από το κυνήγι, επήγε χαρούμενος να τον προϋπαντήση· και βλέποντάς τον ο βασιλεύς έτσι χαρωπόν τον συνεχάρη διά την μεταβολήν του από την λύπην εις χαρούμενον πρόσωπον· όμως τον επαρακάλεσεν ως αδελφός και τον εξώρκισεν ως βασιλεύς να του ειπή την αιτίαν της λύπης και της μεταβολής πάλιν εις χαράν, λέγοντάς του· ίσως, αν δεν σφάλλω, το αίτιον της λύπης σου να έγινεν ο πόθος, που έχεις προς την βασίλισσαν της Ταταρίας την γυναίκα σου, η οποία λογιάζω να είνε πολύ εύμορφη, και να την εδιάλεξες της ορέξεώς σου, και τώρα ευρισκόμενος μακράν από τέτοιον αγαπημένον και εύμορφον υποκείμενον ελυπούσουν· όθεν ειπέ μου την αλήθειαν, αν είναι αληθής ο στοχασμός μου και πώς μετεβλήθη η λύπη σου εις χαράν.
Η κόρη μου εξεφύλλιζε μαργαρίτες και η γυναίκα μου αρωτούσε τα χαρτιά πού βρίσκεται και τι κάμνει, έως ότου ένας δεκανέας, που εγύριζεν από το στρατόπεδο, ήλθε μια μέρα να της φέρη το φυλακτό, που του κρέμασεν εις το λαιμό του Πέτρου όταν εξεκίνησεν εις τα σύνορα, και να της πη ότι δεν έχει πλιά γυιό, πως του έκλεισεν ο ίδιος τα μάτια αφού εβασανίστηκε τρεις εβδομάδες εις το νοσοκομείο.
Η ψαλμωδία είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο- Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να κανοναρχίση προς αυτόν. — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις».
Μερικά στέμφυλα απ' εδώ, κάμποσα βότσια αραβόσιτον απ' εκεί, όλα τα εχρησιμοποίει. Είτα κατά Οκτώβριον, άμα ήνοιγον τα ελαιοτριβεία, έπαιρνεν ένα είδος πήχυν, ένα πενηντάρι εκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ' εγύριζεν εις τα ποτόκια, όπου κατεστάλαζον αι υποστάθμαι του ελαίου, κ' εμάζωνε την μούργαν. Διά της μεθόδου ταύτης ωκονόμει όλον το ενιαύσιον έλαιον του λυχναρίου της.
Είπε και του παρέδωσε την μαύρην του σκούναν με το άσπρο μπούρδο, την καλοτάξειδη και τυχηρή. Και έπεσεν ο γέρων, πιασμένος, εις τον ήσυχον κοιτώνα του. Αλλά πριν τον ίδη ο γέρων τον υιόν του τον μοναχογυιόν, τον είδεν η εύμορφη Ξενιώ, όταν εγύριζεν ένα βράδυ, πρόσαργα, από το πηγάδι, η κοντούλα η Ξενιώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν