United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πώς μπόρεσε να ξεπέση σ' αυτή την ελεεινή κατάσταση με τα πέντε έως έξι εκατομμύρια, που είχες πάρει μαζί σου;

Και η μήτηρ σου η φιλότεχνος, όχι μόνον δεν σου επέτρεπε να τρέχης, όπως άλλοι, ανυπόδητος και συ, αλλ' απήτει να φορής και κάλτσαις. Οποία δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης! Ευτυχώς είχες πλησίον σου τον φίλον σου Χριστοδουλήν, όστις ομήλιξ με σε, ήτο ευτυχέστερος προς τούτο, ότι ήτο πάντοτε ξυπόλυτος και ουδ' εφόρει ποτέ κάλτσαις. Φιλότιμον παιδίον!

Τόσο εις το να αποστηθίζουν ορθώς τα γραμμένα, όσο και εις το να αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα, δεν έχουν ταίρι. ΑΜΛΕΤΟΣ Ιεφθάε , 'ς τον λαόν του Ισραήλ κριτής, πόσο μεγάλον είχες πρώτα θησαυρόν· ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ποίον θησαυρόν είχε, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Ωραίαν είχε μόνην θυγατέρα, και την αγάπα ο θλιβερός πολύ. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν έχω δίκαιον, γέρε Ιεφθάε;

Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού.

Αν είχες γένεια, σ' έκαμνα εγώ εσένα τώρα να τρέμη το πηγούνι σου! Τι θέλεις; ΚΟΡΝ. Ω αχρείε! α’ ΥΠΗΡ. Τόπον λοιπόν εις την οργήν, κι' ας γίνη ό,τι γίνη! Μάχονται. Δος το σπαθί σου. Ο αισχρός αντίστασιν θα κάμη! α’ ΥΠΗΡ. Μ' εσκότωσε...Αυθέντα μου, σου μένει ένα 'μάτι να τον ιδής τι έπαθε! Αποθνήσκει. ΚΟΡΝ. Δεν θα τον αφήσω τίποτε άλλο να ιδή και με το άλλο 'μάτι.

ΑΙΑΣ. Δικαίως, Αγαμέμνων, διότι αυτός έγεινεν αίτιος να παραφρονήσω• μόνος αυτός μου διεφιλονείκησε τα όπλα του Αχιλλέως. ΑΓΑΜ. Και είχες την αξίωσιν να μη συναγωνισθή κανείς και να υπερισχύσης αμαχητί όλων; ΑΙΑΣ. Τουλάχιστον εις αυτήν την περίστασιν, διότι τα όπλα ανήκον εις εμέ αφού ήσαν του ανεψιού μου.

Καλά, είπεν επί τέλους ο μικρός Κλώσος, αφού είχες την καλωσύνην να με φιλοξενήσης, πάρε την δι' έν κοιλόν χρήματα, αλλά να μου γεμίσης το κοιλόν τώρα αμέσως. — Αμέσως, είπεν ο γεωργός, αλλά με την συμφωνίαν να πάρης μαζή σου εκείνο το κιβώτιον. Δεν θέλω να το έχω εδώ. Ποίος ηξεύρει; ημπορεί να είναι ακόμη μέσα ο διάβολος.

Και θα μου πης τέλος πάντων τι φιλενάδες είνε αυταίς, και ποίου είδους υπόσχεσιν ταις είχες δώσει; — Παραιτείσαι από την άλλη απαίτησί σου; — Ποιάν άλλη; — Διά να με αντιπροσωπεύσης; — Ω, αυτό το είπα χωρατά, είπεν ο Σκούντας. — Να, διάβολε, τι είνε, είπεν ο Τρανταχτής. Αυτό είνε όλο όλο. Και εκβαλών εκ του θυλακίου του κλείδα νεωστί κατασκευασμένην την έδειξε προς τον ομιλητήν του.

Έπρεπε καλύτερον να με είχες προστάξει διά να ξεδικήσω με άλλον τρόπον, παρά με τέτοιαν προδοσίαν· επειδή και εγώ δεν ήθελα λείψει να θυσιάσω την ζωήν μου διά λόγου σου διά να σε ευχαριστήσω· διότι τέλος πάντων εγώ, με όλον που στοχάζομαι ότι του Ναμαράν με κάθε δίκαιον του έπρεπεν ο θάνατος, δεν έλειψε που να μου μείνη εις την καρδίαν μία θλίψις μεγαλωτάτη διά την προδοσίαν, που ανευθύνως έκαμα και τον έφερα εις τον θάνατον.

Όταν ζώμεν μέσα εις μίαν κοινωνίαν, εις την οποίαν όλες αυτές η νέες θεωρίες είναι πράγματα άγνωστα. Όταν εγεννηθήκαμεν, εζυμωθήκαμεν με ιδέας άλλας, με συνηθείας άλλας. Μ α ρ ί α. Αλλά, Κώστα, εκεί κάτω μου είχες υποσχεθή... Κ ώ σ τ ας. Μα εκεί κάτω ήμουν τρελλός... Μ α ρ ί α. Και τώρα έγεινες φρόνιμος.. Κ ώ σ τ α ς.