United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτα όλα, ω ωραιοτάτη Φαρουχνάζ, ακολούθησεν ο Δερβύσης, εστοχάσθηκα πλέον να μη σου τα κρύψω. Συμπάθησόν μου το στρατήγημα που επιχειρίσθηκα, διά να σου βγάλω τη ψευδή φαντασίαν και γνώμην, που είχες διά τους άνδρας, και διά να ανταμώσω την τύχην σου, με εκείνην του πλέον ωραίου Βασιλοπούλου, απ' όλα τα Βασιλόπουλα του κόσμου.

Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως μου γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα σταματήσης, απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία διώκει εναλλάξ πότε το θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα ευκραέστερα.

Αυτός, όπου την γλώσσαν μας την καίει τ' όνομά του, ο τύραννος, ένα καιρόν ως έντιμος 'περνούσε· τον είχες φίλον ακριβόν· δεν σ' έβλαψεν ως τώρα. — Άπειρος νέος είμ' εγώ, αλλ' ίσως είναι τρόπος να γείνω μέσον, δούλευσιν να κάμης εις εκείνον! Ίσως κ' η γνώσις τ' απαιτεί, κανείς να θυσιάση ένα πτωχό κι' αδύνατο και άκακο αρνάκι, διά να παύση την οργήν Θεού αγριωμένου. ΜΑΚΔΩΦ Δεν είμ' εγώ επίβουλος!

Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη, Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη· Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε· Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες, Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της. Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη, Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα. Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.

Ρουσκάδ, ήτον καλύτερον, του απεκρίθη η Κεριστάνη, διά να είχες φυλάξει σιωπήν και τούτην την φοράν, παρά να ομιλήσης έξω από το προκείμενον, μα επειδή και ωμίλησες, το κακόν είνε χωρίς ιατρείαν· δεν κάνει χρεία άλλο, ήθελεν είνε ανωφελές το να ζητήσης μέσον διά να εμποδισθή η συμφορά, που εγώ εφοβούμουν μη σου τύχη, επειδή και εσυνέβη.

Λοιπόν μια μέρα, στο κυνήγι, καθώς ο Βασιλέας ακούγοντας το θόρυβο των κυνηγών και των λαγωνικών, κρατούσε το άλογο του στη μέση ενός ωργωμένου χωραφιού, πήγαν κοντά του καλπάζοντας και οι τρεις: «Βασιληά, άκουσέ μας. Είχες καταδικάσει τη Βασίλισσα χωρίς δίκη, κ' ήταν άδικο. Σήμερα την αθώωσες πάλι χωρίς δίκη.

Εχθρός δε του ανθρώπου, — ο χειρότερος, — είν' η απροβλεψία και η οίησις! Με κράζουν! — Το μικρόν μου το δαιμόνιον, εις σύννεφο επάνω παχνοσκέπαστο, με περιμένει. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ 'Πάμε, 'πάμε γρήγορα! Κι αυτή όπου κι αν ήναι ξαναέρχεται. Εν τω ανακτόρω εις Φόρες. ΛΕΝΩΞ Τα όσα είπα συφωνούν μ' όσατον νουν σου είχες.

Από τον θάνατον. — Δεν σημαίνει, αφού απέθανε. — Και ήλπιζα να την εύρω ζωντανήν, είπεν ο γέρων. Κρίμα, κρίμα! — Και δύναμαι να σ' ερωτήσω εις ποίαν περίστασιν την είχες σώσει; ηρώτησεν ο Πλήθων. — Γνωρίζεις αυτό; είπεν ο γέρων. Και τω έδειξεν αργυρούν εγκόλπιον, φέρον εγκεχαραγμένην διά κεφαλαίων την λέξιν: ΠΛΗΘΩΝ! — Το γνωρίζω, είπεν ο φιλόσοφος, αλλά πού το ηύρες;

Στα γεννάκια σου όσαις τρίχες Τόση γνώσι, Τράγε, αν είχες, Πριν εμπής θα συλλογιόσουν, 745 Πώς απαύτου θα τραβιόσουν. Σε κάθ' έργο και δουλιά σου, Που θελά καταπιαστής, Μη ποτέ αρχινάς 'με βιά σου, Πριν το τέλος στοχαστής. 750 Όλοι εύκολο, θαρρούμε Κάθε είδος στην αρχή, Μόνε ύστερα απαντούμε Δυσκολίας ταραχή.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Α! έτσι όπως συ το λες, Θεός να με φυλάξη!. . . ποτέ δεν τώχω πράξη!. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λοιπόν πώς το σκασες πρωί, και πού μου είχες πάη μαζύ με το μανδύα μου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγώ;. . . κοιλοπονάει μια φίλη και συντρόφισσα κ' επήγα εκεί για λίγο. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και πώς δεν ρώτησες εμέ, και να μου πης «θα φύγω»; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μπα, σε καλό σου, άνδρα μου!