Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Τα γύριζε όλ' αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του. Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους. Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι νάρθη κι αυτός ως του αδερφού του και να πιή ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας.
Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του. Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα.
Έβλεπε κατόπι — μέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνά — έβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!
Οι πιο ξακουστές εκκλησιές είναι του Άγιου Δημήτρη και του Άγιου Γιώργη. Οι κολώνες του νάρθηκα ιωνικές, και τα κολωνοκέφαλα είδος κορινθιακά μ' ανάμεσα αϊτούς και ξόμπλια. Μάρμαρο χρωματιστό ο στολισμός μέσα, και χτυπάει λέγουν αυτό στο μάτι κι από μωσαϊκά καλλίτερα. Ο Άγιος Γιώργης πάλε είναι τρουλλωτός ή θολωτός σαν τις εκκλησιές του Ιουστινιανού. Όλα του τα στολίσματα μωσαϊκό του πρώτου νερού.
Ο διάλογος εξηκολούθησεν έτι επί το τρυφερώτερον, και σφραγισθείς τέλος διά τινων θωπειών και φιλημάτων, αποτέλεσμα έσχε την εις χείρας του δεκανέως Δημήτρη μεταβίβασίν μου. — Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του μικρού της δωματίου. — Έννοια σου, Μαριγάκι μου, και θα ιδής!
Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης. — Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου. Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;
Τώρα θα μας ρίξη με κανένα άλλο του γράμμα στη μεγάλη Πασκαλιά! Ετς πάμε τώρα τόσα χρόνια: Από πασκαλιά σε πασκαλιά κι' απ' Άη-Γεώργη σ' Άη Δημήτρη!.... — Πού το ξέρ'ς, καημένη κυρά; της είπε η υπηρέτρα. Μπορεί νάρθη κι' απόψε. Η μέρα δε σώθηκε ακόμα! Εκείνη τη στιγμή ακούστηκ' ο σήμαντρος της εκκλησιάς, που σήμαινε τον εσπερινό «τσιγγ τσιαγγ... τσιγγ τσιαγγ»
Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα. — Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος. Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη. Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.
Αίφνης ενθυμήθη τον Δημήτρην, ενθυμήθη τα εν τη αγορά διαθρυλούμενα και αφήσας κατά γης τα οψώνια κατηυθύνθη εις το κτήμα του, κατατρομασμένος. — Εσύ, Δημήτρη, να σχολάσης· είπε σοβαρώς εις τον εργάτην, μόλις έφθασεν εκεί. — Γιατί, αφεντικό; — Έτσι, δε θέλω να μου κάμης δουλειά· αφωρεσμένους ανθρώπους δε θέλω 'ς το κτήμα μου. . . δεν τώχω για ξέραμα!. . .
Βρήκες άνθρωπο να μη τους μυρίζεται τους . . . Έπειτα, με φωνή σοβαρώτερη και τρεμουλιαστή — Να πας, σου λέω, να τον ξεπαστρέψης. Όρκο τόκαμα, άλλο δεν έχει. Τον ήξερε ο Μιχάλης το Δημήτρη, πως δε χωράτευε. Άρχιζε και μαζευότανε στη ψυχή του θεοσκότεινη αντάρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν