United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε έπιασε ναν τον γυμνώσει ο Μέγης· μα του πλακώνει ο Δόλοπας, πολεμιστής ψημένος, 525 του Λάμπου ο γιος, που ξακουστός τον έκανε πατέρας, κι' από κοντά τού τρύπησε στη μέση την ασπίδα 528 με το χαλκό, μα τα γερά τον γλύτωσαν τσαπράζα που διπλοχουφτοτέριαστα τα φόραε.

Στο δρόμο μας απάνω θανταμώσουμε φυσικά και τον Κωνστάντιο· ήρωας όμως του μέρους τούτου θα είναι ο Ιουλιανός, ο περίφημος ο Παραβάτης που καταπιάστηκε να μας ξαναφέρη τα παλαιά, ό,τε άρχιζε ο κόσμος να παίρνη την καινούρια μορφή του. Ο Ιουλιανός κι ο αδερφός του ο Γάλλος είταν τα μόνα αξαδέρφια του Κωσταντίου που γλύτωσαν από τη βασιλική του σπάθα.

Εξόν από την προστασία του Μονοφυσιτισμού, άλλα του «κατορθώματα» αναφέρνουνται το πως αργυρολογούσε από τους επισκόπους, και πως μια μέρα τον Πατριάρχη τον Ακάκιο μόνο πως δεν τον έδειρε, κι αυτό ας είναι καλά οι καλόγεροι που τονέ γλύτωσαν. Όσο για το φορολογικό του σύστημα, μήτε ο ταπεινότερος εργάτης δεν του ξέφυγε.

Την άλλη μέρα, αφού βρήκαν μερικά φαγώσιμα, γλυστρώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, αναστήλωσαν λιγάκι τις δυνάμεις των. Έπειτα βοηθήσανε μαζί με τους άλλους στο φρόντισμα εκείνων, που γλύτωσαν από το θάνατο. Μερικοί κάτοικοι, που τους είχαν βοηθήση, τους δώσαν ένα τόσο ωραίο δείπνο, όσο είναι δυνατό μέσα σε τέτοια καταστροφή.

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.

Μον τα γοργά με γλύτωσαν ποδάρια· αλλιώς, πιος ξέρει 885 σαν πόσα χρόνια στων νεκρών τον τόπο θα βογκούσα, ή ζωντανός θ' απόμενα χαλκοσακατεμένοςΤότες, τον στραβοκοίταξε του Κρόνου ο γιος και τούπε «Μην ήρθες, άστατο κορμί, κοντά μου και γκρινιάζεις! Άλλο θεό δε μάχουμαι εγώ καθώς εσένα, 890 τι πάντα θες λογοκοπές, θες φόνους, θες πολέμους.

Γιατί όσους ο Ρωμαϊκός ο στόλος δεν τους πρόφταξε, τους θέρισε η λοιμική που πλάκωσε το χρόνο εκείνο. Μα και κείνοι που χωθήκανε μέσα στη Μακεδονία καλλίτερη τύχη δε βρήκαν. Επειδή στη Νίσα ο Κλαύδιος αλύπητα τους πελέκησε, κι όσοι γλύτωσαν, παραδοθήκανε στους Ρωμαίους και μοιράστηκαν εδώ και κει με τα γυναικόπαιδά τους.

Όταν συνήλθαν λιγάκι βάδισαν προς τη Λισσαβώνα· τους έμειναν ολίγα χρήματα, με τα οποία έλπιζαν να γλυτώσουν από την πείνα, αφού γλύτωσαν από την τρικυμία. Μόλις επάτησαν το πόδι τους στην πόλη, κλαίοντας το θάνατο του ευεργέτη τους, και νοιώθουν να τρέμει η γης κάτου από τα πόδια τους. Η θάλασσα υψώνεται βράζοντας μέσα στο λιμάνι και σπάζει τα αγκυροβολημένα καΐκια.

Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα. Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα.