United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο Κύριος Πλατέας, νομίζω, είπεν ο γέρων αντιχαιρετών ευγενώς. — Όλος και όλος. — Και τι αγαπάτε, Κύριε Πλατέα; Ο Κ. Πλατέας ησθάνθη τότε πρώτον δειλίαν τινά, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός υποχωρήσεως. Ανέλαβε το θάρρος του και εξηκολούθησε: — Κύριε Μητροφάνη, χωρίς περιφράσεις, ιδού. Επιθυμώ να γείνω γαμβρός σας.

Κύριε ελέησον! έλεγεν ο φίλος μου. Ο παπά-Σεραφάκος, απαθής, σαν να είδε πολλά τέτοια, εξηκολούθει την παράκλησιν, οπού εμένα σαν να έβλεπα όνειρον μου εφαίνετο· και σαν ένα πολύ ζωηρόν όνειρον σου τα γράφω τώρα όλα αυτά, οπού συνέβησαν εις εμένα. — Τι είπες, καπετάν-Μοναχάκη! Με ηρώτησεν ο φίλος μου. Εγώ εξηκολούθουν τα παραληρήματα. Το κρασί ήτο, για να γείνω μέθυσος.

Αυτός, όπου την γλώσσαν μας την καίει τ' όνομά του, ο τύραννος, ένα καιρόν ως έντιμος 'περνούσε· τον είχες φίλον ακριβόν· δεν σ' έβλαψεν ως τώρα. — Άπειρος νέος είμ' εγώ, αλλ' ίσως είναι τρόπος να γείνω μέσον, δούλευσιν να κάμης εις εκείνον! Ίσως κ' η γνώσις τ' απαιτεί, κανείς να θυσιάση ένα πτωχό κι' αδύνατο και άκακο αρνάκι, διά να παύση την οργήν Θεού αγριωμένου. ΜΑΚΔΩΦ Δεν είμ' εγώ επίβουλος!

Αλλά μήπως και αν ήτο, δεν ήθελες την πωλήσει; — Ουχ! έκαμεν ο Γύφτος. — Και επειδή δεν είνε κόρη σου, δεν έχεις πλέον δικαίωμα να την κρατής, αφού εφάνης άπιστος προς αυτήν. — Ε; έκαμεν ο Γύφτος ερεθισθείς. — Και διά τούτο εγώ θα γείνω εγγυητής υπέρ αυτής, επανέλαβεν ο ξένος. — Εγγυητής; — Και θα την παραδώσω εις μέρος ασφαλές, ώστε να μη φοβήται πλέον τίποτε από καμμίαν επιβουλήν.

ΜΙΚ. Αυτά ίσως είνε αληθινά, κυρ πετεινέ. Αλλ' εγώ δεν 'ντρέπομαι να σου ομολογήσω τι μου συμβαίνει• μου είνε αδύνατον να ξεμάθω την επιθυμίαν που είχα από τα παιδικά μου χρόνια να γείνω πλούσιος• και το όνειρον μου μένει ακόμη μπροστά στα μάτια μου με όλο εκείνο το χρυσάφι. Σκάζω δε από ζήλεια, όταν συλλογίζωμαι ότι απολαμβάνει τόσα πλούτη ο παλιάνθρωπος ο Σίμων.

Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.

ΠΑΡΗΣ Να με φυλάξη ο Θεός εμπόδιον να γείνω. θα σε ξυπνήσω την αυγήν την πέμπτην, Ιουλιέτα. Ως τότε, χαίρε· δέξου το το φίλημά μου τούτο. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κλείσε την θύραν κ' έλα 'δώ. Κλαύσε και συ μαζή μου· ελπίς δεν μένει, πάτερ μου· δεν έχει θεραπείαν. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Αχ, Ιουλιέτα! έμαθα την λύπην που σου ήλθε, κ' η συλλογή μου είσαι συ, παιδί μου.

Μ' έκαμαν να δείρω τα παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέριτη γυναίκα μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ' εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη φοράτη ζωή μου.

Είσαι πτωχή, άστεγος και ρακενδύτις· αλλά καγώ πριν γείνω σύζυγος του κόμητος Εκβέρτου, εφύσων τον χειμώνα εις τα δάκτυλά μου, καγώ μόνην περιουσίαν είχον τα κόκκινά μου χείλη δι' ων απέκτησα πλούτον· τιμάς και αγιότητα. Θάρσει, λοιπόν, ξανθή μου Ιωάννα. Είσαι ωραία ως άνθος λειμώνος, σοφή ως βίβλος του Ινκμάρου, πανούργος ως αλώπηξ του Μαύρου δάσους.

Και ο Σωκράτης είπεν· Ευλόγως, βέβαια, ω Κρίτων, εκείνοι, τους οποίους συ λέγεις, κάμνουν αυτά· διότι νομίζουν ότι, να κάμουν αυτά, θα κερδίσουν και εγώ βέβαια ευλόγως δεν θα κάμω αυτά· διότι νομίζω ότι, αν πίω ολίγον υστερώτερα, τίποτε άλλο δεν θα κερδίσω παρ' ό,τι θα γείνω γελοίος εις τον εαυτόν μου επιθυμών την ζωήν και λυπούμενος έν πράγμα, το οποίον δεν είναι τίποτε.